'>

Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2014

Μια παράσταση η κατοχή. Με τους καλούς και με τους κακούς, με τους ήρωες και με τους προδότες..





        To 1941 πάτησαν πόδι στο χωριό της οι Γερμανοί. Μαζί με τα πρώτα κακά μαντάτα φτάσανε. Ο άντρας της ο Μανώλης χάθηκε στο Σέντελι πολεμώντας τους Ιταλούς. Ναι, ο άντρας της Μαριάννας απ’ το Στεφάνι. Νέα κοπέλα ήτανε τότε. Δεν τις περίμενε τις συμφορές. Κανείς δεν τις περίμενε. Ο κατακτητής δε λογάριασε ούτε τα όνειρα, ούτε τη ζωή, ούτε το ίδιο το ψωμί της. Της άφησε μονάχα το θίασο. Εκείνο το θεατράκι που πέρναγε από το Στεφάνι και διασκέδαζε την πείνα των συγχωριανών.

Γίνεται αντίσταση με την τέχνη;

Εκείνη πιότερο να ζήσει ήθελε. Να ξεχαστεί. Όχι σαν τον αδερφό της που το έβαλε σκοπό να διώξει τους εχθρούς. Κι ο Στρατής; Αχ ο Στρατής! Αν θα ξαναπαντρευότανε θα ήτανε ο Στρατής..

Η κατοχή δε λογαριάζει κανενός τα σχέδια. Η ζωή δίχως αντίσταση πώς να ξαναγίνει σαν πρώτα; Μα η Μαριάννα το διάλεξε να γίνει ηθοποιός.

Πίσω απ’ τις κουίντες του θεάτρου ξεγελούσε και τους Γερμανούς και το φόβο που σπείραν και τη δυστυχία που κουβαλήσαν. Πίσω απ’ τις μακριές βλεφαρίδες και τα φουρφουριστά φορέματα εκείνη ένιωθε λεύτερη.

Να πολεμάς απ’ το σανίδι, με τουφέκι σου ένα ρόλο. Ύστερα τι παραπάνω είναι η κατοχή; Μια παράσταση είναι, με μπόλικους ηθοποιούς.

Με τους καλούς και με τους κακούς, με τους ήρωες και με τους προδότες..

Τετάρτη 16 Ιουλίου 2014

Ο θίασος της Μαριάννας Μαλτέ (του Ηλία Παπαγεωργίου)

       Tο ιστορικό πλαίσιο του μυθιστορήματος είναι τα χρόνια της Κατοχής στην Ελλάδα (1941-1944). Ο φόβος, η ανέχεια, η πείνα, ο δόλος, η αντίσταση… είναι τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της εποχής εκείνης. Μέσα σε αυτό το κλίμα, ωστόσο, ανθρώπινα συναισθήματα κάθε είδους (μίσος, έχθρα, ανθρωπιά, έρωτας, συμπόνια, ζήλεια, εκδικητικότητα, απέχθεια) εκφράζονται έντονα τόσο ανάμεσα σε ντόπιους, όσο και ανάμεσα σε ξένους.
Η αδελφική και ερωτική αγάπη βρίσκονται σε υψηλό επίπεδο, αλλά και οι συγγενικές συγκρούσεις και τα συντροφικά χτυπήματα, οι δολοπλοκίες και οι προδοσίες βρίσκονται στην πρώτη γραμμή.

«Όπως και στα δύο άλλα μυθιστορήματα του  χρησιμοποιεί εξαιρετική εφευρετικότητα, δυναμική πλοκή, εντυπωσιακά απρόοπτα, φυσιολογικές λύσεις.»

Πρωταγωνίστρια του έργου είναι η Μαριάνα Μαλτέ, μια νεαρή γυναίκα από το Στεφάνι της Αττικής. Ο πρώτος της άνδρας, ο Μανόλης, σκοτώθηκε στο μέτωπο.
Ο αδελφός της, ο Αντώνης, ζει στο Παγκράτι. Εντάχθηκε στην αντίσταση και με τη δράση του εκφράζει τον αγνό και αποφασισμένο για όλα Έλληνα!
Από μια τυχαία σύμπτωση η Μαριάνα γίνεται μέλος μιας θεατρικής ομάδας και εξελίσσεται σε βεντέτα του θεάτρου, αφού εντωμεταξύ το θέατρο στην οδό Σταδίου –που λειτουργούσε και ως αποθήκη πυρομαχικών της αντίστασης- μετατράπηκε σε τάφο των συνεργατών της, εξαιτίας κάποιας προδοσίας για λόγους ζηλοτυπίας.
          Το έργο « κλείνει» με τρόπο εντυπωσιακό και απροσδόκητο.
Όπως και στα δύο άλλα μυθιστορήματα του Γ. Γιαντά, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί εξαιρετική εφευρετικότητα, δυναμική πλοκή, εντυπωσιακά απρόοπτα, φυσιολογικές λύσεις. Η γλώσσα είναι κατανοητή,  εύστοχη και αυθόρμητη τόσο που κάνει την ανάγνωση εύληπτη, ευχάριστη και απολαυστική, ενώ το «suspense” διαπερνά όλη την εξέλιξη του μύθου.
Συγχαίρω τον πάλαι ποτέ μαθητή μου Γιώργο και του εύχομαι καλή συνέχεια (χωρίς βιασύνη), το δε μυθιστόρημά του να είναι καλοτάξιδο στο μυαλό και στην καρδιά των αναγνωστών του.
                                                                                                Ηλίας Παπαγεωργίου, Δρ Φ.

Τετάρτη 4 Ιουνίου 2014

ο Θίασος της Μαριάννας Μαλτέ (της Κάκιας Ξύδη)

« "Ο θίασος της Μαριάννας Μαλτέ" είναι το τρίτο βιβλίο του Γιώργου Γιαντά. Δεν περίμενα κάτι λιγότερο από εκείνον, ήμουν σίγουρη ότι και αυτό θα είχε την επιτυχία των δύο προηγούμενων, του «Ως την τελευταία πνοή» και του «Mindland». Όμως ξεπέρασε τις προσδοκίες μου. Η γραφή του Γιώργου Γιαντά είναι τελείως διαφορετική εδώ. Γράφει και πάλι σε πρώτο πρόσωπο από την πλευρά της γυναίκας πρωταγωνίστριας αυτή τη φορά, κάτι που σε κάνει να ταυτίζεσαι αμέσως με την ιστορία, που σε καθηλώνει από τις πρώτες σελίδες. Μπορεί να πει κανείς ότι έχουν γραφτεί τόσα και τόσα βιβλία για την κατοχή, τι νέο θα μπορούσε να γράψει κάποιος; Είναι η ψυχολογία των ανθρώπων που αλλάζει βήμα βήμα, μέρα με τη μέρα, χρόνο με το χρόνο, γιατί ο πόνος, η φρίκη του πολέμου, η πείνα και η ανέχεια επιδρούν στον κάθε άνθρωπο εντελώς διαφορετικά. 

    «Παλεύει ο καθένας με τον τρόπο του για το δίκαιο ή τουλάχιστον για ό,τι ο καθένας θεωρεί δίκαιο και σωστό. Το βιβλίο σε παρασύρει στη δίνη του πολέμου της ψυχής και της ζωής»

Το ήσυχο και καλόβολο κορίτσι μετατρέπεται σε μια ώριμη γυναίκα που δεν διστάζει να διεκδικήσει αυτά που της ανήκουν και που η ζωή θέλησε να της στερήσει. Άλλοι ακολουθούν τον δρόμο της αντίστασης και άλλοι της προδοσίας και η ζωή συνεχίζεται με όλα τα απρόοπτα που την χαρακτηρίζουν. Το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο στο οποίο εξελίσσεται η ιστορία επιδρά αρνητικά στη ζωή των ηρώων όχι όμως καταλυτικά. Παλεύει ο καθένας με τον τρόπο του για το δίκαιο ή τουλάχιστον για ό,τι ο καθένας θεωρεί δίκαιο και σωστό. Το βιβλίο σε παρασύρει στη δίνη του πολέμου της ψυχής και της ζωής και έχει ανατροπές που δεν τις φαντάζεσαι.
Θεωρώ ότι το βιβλίο αυτό καταδεικνύει τη συγγραφική δεινότητα του Γιώργου Γιαντά και τον κατατάσσει στους μεγάλους συγγραφείς της εποχής μας. »

Κυριακή 1 Ιουνίου 2014

Παρουσίαση "Ο θίασος της Μαριάννας Μαλτέ''' στο Booktalks - Π. Φάληρο


Την Πέμπτη 12 του μήνα, ο Θίασος της Μαριάννας Μαλτέ στο Booktalks στο Π. Φάληρο.
Με λεπτομέρειες γύρω από την πρωταγωνίστρια και την ιστορία της, πλάι σε αγαπητούς φίλους - ομιλητές..

Σάββατο 5 Απριλίου 2014

Ο θίασος της Μαριάννας Μαλτέ (απόσπασμα)

«Όλα εκείνα τα πρόσωπα κάτω από τα πόδια μας, ως το τέρμα της αίθουσας, άρχισαν να χειροκροτούν χωρίς σταματημό. Στις πρώτες πρώτες σειρές, είδα θεατές να σκουπίζουν με μαντίλια τα μάτια τους, άλλοι ζήταγαν με ρυθμό να επαναλάβουμε τη σκηνή, γυναίκες μού κάνανε νεύματα, σαν να γυρεύανε να μου δείξουν από απόσταση την ευγνωμοσύνη τους, την ικανοποίηση, τη γοητευμένη τους ψυχή. Σε άλλων τα στόματα διάβαζα τα φωναχτά τους «μπράβο» και σε άλλων χαμόγελα ευχαρίστησης για κείνο που μόλις είχανε παρακολουθήσει. Η αυλαία έκλεισε, ο κόσμος δε σταμάταγε να μας αποζητά, κάναμε να κατεβούμε από τη σκηνή κι ο Ζαμπάκης, από την άκρη της κουΐντας, φώναξε: «Περιμένετε! Λίγο ακόμη! Περιμένετε!» Μείναμε πιασμένοι από τα χέρια, όλη η ομάδα της παράστασης, ο Αλκίνοος δεξιά μου, η αυλαία ξανάνοιξε. Χειροκροτήματα αβέρτα, πιο δυνατά, παλμός, μεγαλοπρέπεια, ενθουσιασμός, κανείς δεν άντεχε πως η παράσταση είχε λάβει τέλος, ούτε ένας δεν είχε σηκωθεί από τη θέση του. Έβρισκα πάλι, στο χρόνο εκείνο των υποκλίσεων προς το κοινό, να κοιτώ όσα πρόσωπα προλάβαινα, κάτι που παλιότερα ντρεπόμουν να το κάνω. Κάθε φορά που τους κοίταζα, ένα χαμόγελο ερχότανε και στα δικά μου χείλη, ξεχείλιζε, δαγκωνόμουν να το συγκρατήσω. Ντρεπόμουν, έλεγα μέσα μου πως θα φαίνομαι αστεία γελώντας τόσο πολύ, μα αυτή τη δικιά μου συγκίνηση, τη δικιά μου ικανοποίηση που τους έδινα τέτοια χαρά, ήτανε αδύνατον να τη συγκρατήσω. Όλα τα μαθήματα, η εξάσκηση, οι πρόβες κι ο κάματος καρποφορούσαν τώρα, γινόντουσαν πραγματική τέχνη, παίρνανε τη μορφή από ρόλους που με τόσο μεράκι είχα χτίσει, κρύβοντας και σφραγίζοντας μέσα τους τη βαθιά μου θλίψη, την ανάγκη μου για ζωή αλλιώτικη, το δικό μου βελουδένιο παραμύθι. Αυτό ήτανε για μένα το θέατρο, η ευτυχία που μου χάριζε, το ταξίδι σε μιαν άλλη εποχή, για έναν κόσμο ξένο.
Ώσπου να φτάσω στο καμαρίνι, ήρθε πάλι πρώτη η θεία Λίλη, με αγκάλιασε και με φίλησε χαρούμενη, λέγοντάς μου πως υπήρχε κόσμος που γύρευε να με δει. Είχανε μείνει θεατές που μαζεύτηκαν στην άκρη στη σκηνή, γυρεύοντας να τους υπογράψω προσκλήσεις και κάρτες διαφημιστικές της παράστασης. Η θεία μπήκε μπροστά από το πορτάκι στο καμαρίνι, βάζοντάς τους σε τάξη για να με βλέπουνε με σειρά. Ούτε που με ρώτησε αν ήμουν έτοιμη για τέτοια μεγαλεία, παρά μου έδωσε μια πένα του Μένιου, λέγοντάς μου μονάχα τούτο: πως έπρεπε να τους περιμένω καθιστή πλάι στον καθρέφτη μου, να μη σηκώνομαι, παρά να φαίνομαι ατάραχη και λιγάκι βιαστική. Έβαλε έπειτα μέσα πρώτο ένα κορίτσι, ίσαμε δεκαπέντε χρονών, με τη μητέρα του μαζί, που μόλις με αντίκρισε φωτίστηκε ολόκληρο.
– Κυρία Μαλτέ! Ήσαστε τόσο καλή! Ορίστε... μουρμούρισε ταραγμένο και μου άπλωσε την κάρτα που βάσταγε.
Την πήρα στα χέρια μουδιασμένη, έβαλα πάνω μια τζίφρα όπως όπως κι από κάτω το μικρό μου όνομα.
– Σας ευχαριστούμε! Συγχαρητήρια! έκανε με χαμόγελο η μητέρα του.
Το κορίτσι, ως την τελευταία στιγμή, δεν έπαιρνε τα μάτια του από πάνω μου. Μέχρι να στραφούν στο πορτάκι, μια κυρία με μια αστραφτερή τουαλέτα ξεπρόβαλε μπρος μου δίνοντας την πρόσκλησή της.
– Βετίδου. Ουρανία Βετίδου! έκανε με σιγουρεμένο τρόπο, που μολοντούτο δεν έκρυβε την απορία και την εξημμένη της περιέργεια.
«Στην Ουρανία Βετίδου. Μαριάννα Μαλτέ», έγραψα πάνω και την έδωσα. Για μια στιγμή κοντοστάθηκε, χαμογέλασε με τρακ.
– Από πού κατάγεστε, κυρία Μαριάννα; είπε συγκρατημένη, με κόμπο στη φωνή.
– Από το Στεφάνι! της είπα.
Κούνησε το κεφάλι με ικανοποίηση που της εμπιστεύτηκα τον τόπο καταγωγής μου
– Συγχαρητήρια, λοιπόν... και πάλι σάς ευχαριστώ!
Από πίσω της περίμενε ένας συμπαθητικός καμπουράκος με μουστάκι και καπέλο ημίψηλο, μαζί με την κυρά του. Εκείνης τα μάτια ήτανε κατακόκκινα, τα σφούγγισε μία ακόμη φορά μ’ ένα νοτισμένο μαντίλι και χωρίς συγκρατημό έπεσε απάνω μου να μ’ αγκαλιάσει.
– Πόσο με συγκίνησες! Πόσο με ταξίδεψες αυτούς τους δύσκολους καιρούς! Ο Θεός να σ’ έχει καλά, κοριτσάκι μου!

 Ο άντρας της την τράβηξε από το μπράτσο, μα εκείνη δεν έπαιρνε τα μάτια της από πάνω μου. Τούτης δεν της υπέγραψα τίποτα, είχε φτάσει ως το καμαρίνι μονάχα να μου δώσει κοπλιμεντόζικες ευχές.
Απρόσμενη έκπληξη ήτανε η Στεφανία με την κόρη της. Μπήκε μέσα πρώτο το κορίτσι. Κάτι μου θύμισαν οι πλεξούδες και τα άσαρκα χεράκια του.
– Γεια σου, κυρία Μαριάννα! έκανε ενθουσιασμένο κι από πίσω ξεπρόβαλε κι η Στεφανία.
– Καλώς τες! έκανα με χαμόγελο.
Χαιρόμουν στ’ αλήθεια. Η Στεφανία πήρε μια έκφραση από κείνες που παίρνει κανείς άμα νιώθει περηφάνια, μαζί και θαυμασμό για ένα πρόσωπο που γνωρίζει. Ήτανε μια όψη μακριά απ’ όλα εκείνα που ξέραμε μυστικά και οι δύο, πέρα από κάθε άλλη κουβέντα μας.
– Ήρθαμε για πρώτη φορά! Το ήθελε η μικρή πριγκίπισσα από δω, μα κι εγώ το ήθελα μια φορά να σε δω στη σκηνή. Με κάνεις περήφανη! Μπράβο σου, φιλενάδα...
Μου έδωσε την κάρτα της να υπογράψω. Κάτι μέσα μου έλεγε πως από στιγμή σε στιγμή θα πέταγε μια κουβέντα, ένα συνθηματικό για κάποια υπόθεση της ομάδας και της αντίστασης. Μπορεί γιατί τη Στεφανία την είχα γνωρίσει μονάχα από κείνη τη ζοφερή μεριά της κατοχής. Όμως δεν είπε τίποτα, παρά προτού φύγει με το κορίτσι με πλησίασε και μ’ αγκάλιασε. Δεν είχα το χρόνο να συλλογιστώ περισσότερα για την ξαφνική της παρουσία. Ακολούθησαν άλλοι, έπειτα άλλοι, ένας κομψός κύριος που με πονηριά και μαλαγανιές με παίνεψε, άνθρωποι λογής λογής, πρόσωπα άγνωστα. Άμα τελειώσανε οι θαυμαστές, ήρθε ο Ζαμπάκης και μου έδωσε «συγχαρητήρια» για τις «εκπληκτικές», έτσι τις είπε, ερμηνείες μας με τον Αλκίνοο κι έπειτα από λίγο παρουσιάστηκε κι εκείνος......
»

Τετάρτη 19 Μαρτίου 2014

ο θίασος της Μαριάννας Μαλτέ

...Μα μου φαίνεται θέλεις να σου πω για την κατοχή... Ξέρεις πώς ήτανε για μας τις γυναίκες τότε; Ένα κακό όνειρο, μια εποχή που δεν άφηνε ούτε ένα ξεροκόμματο ευτυχίας να περισσέψει. Άμα αρπάξεις από τα χέρια του ανθρώπου τα χρειαζούμενα για να ζει, τότε τον κάνεις δυστυχισμένο. Μονάχα που κι η δυστυχία έχει τα όριά της, μια αρχή κι ένα τέλος. Μπορεί όχι για όλους, θα μου πεις. Ναι, κάποιοι δε βγαίνουνε ποτέ από αυτήν. Μα είναι τέτοιο πλάσμα ο άνθρωπος, που και σε μια τρύπα στη γης να τον παραχώσουνε, θα βρει άμα το θέλει το άνοιγμα που αχτιδοβολά ο ήλιος. Κι από εκεί θα ξεμυτίσει και πάλι, όπως ο μέρμηγκας. Καμιά κατοχή, καμιά σκλαβιά δε μας αποτελειώνει, γιατί τούτες τις φτιάχνουνε οι άνθρωποι και τις προορίζουνε για τους ανθρώπους. Μα η ελευθερία και το δικαίωμα για μια ζωή με αξιοπρέπεια είναι αγαθά που μονάχα ο Θεός ο ίδιος μπορεί να τα στερήσει... Τούτα μου τα δίδαξε η ζωή. Τα χρόνια που γείρανε στη ράχη μου. Μη νομίζεις λοιπόν πως εγώ δεν αναζήτησα κατά πού έπεφτε ο ήλιος εκείνα τα χρόνια. Τον αναζήτησα. Λοιπόν, το δικό μου το λαμπερό αχτιδοβόλημα ήτανε το θέατρο του Ζαμπάκη. Από αυτό πήρα κουράγιο και ζωή. Μα μη νομίζεις πως ήταν εύκολο για μένα. Για κανέναν δεν ήτανε. Με κυνήγησε ο χρόνος. Έπαιξε παιχνίδια στη ράχη μου, από κείνα που άλλοτε θαρρείς κρατάνε αιώνια κι άλλοτε ζητούν να αποφασίσεις, να πάρεις γενναίες αποφάσεις σε μονάχα μια στιγμή..

Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2014

Κάθε κατοχή έχει νικητές, ηττημένους κι εκείνους που καίγονται να ζήσουν.



      
       Πλάι  στο ζοφερό θέατρο, τον πόλεμο που ίσκιωνε την Ελλάδα, άνθισε και το μικροσκοπικό, το δικό της. Η αυλαία για τη Μαριάννα άνοιξε στο χωριό της το Στεφάνι, ενώ οι μπότες των Γερμανών βροντότριζαν στην Αθήνα. Η σημαία τους κυμάτισε απάνω της, σημάδι κακό, πως ήρθανε να σπείρουν συμφορά, να αρπάξουν άπληστα.

       Κάθε κατοχή έχει νικητές, ηττημένους κι εκείνους που καίγονται να ζήσουν. Όσους βλέπουν μέσα απ’ τα χέρια τους να σκορπίζονται οι ελπίδες, τα όνειρα, όσα αγαπούν. Είναι οι αμετανόητοι που τη ξαναφτιάχνουν απ’ την αρχή, μαζί κι εκείνο που λέγεται ιστορία. Χλωμές υπάρξεις, που η φλόγα όμως μέσα τους πυρώνει. Γυναίκες σαν εκείνη, που αρπάζονται απ’ τα πιο λεπτά κλωνάρια της μοίρας για να αντέξουν.

       Τέτοια είναι η δυστυχία, πλάθει ρόλους και τους δίνει στους ανθρώπους. Κι άλλος παίρνει του άπραγου, άλλος του μοιρολάτρη, άλλος του αντιστασιακού ή του δωσίλογου. Έδωσε και της Μαριάννας έναν.

      Δίχως ρόλο στην κατοχή, δύσκολο να τα φέρεις βόλτα. Αυτό έκανε κι εκείνη. Πρώτα ανάσανε μέσα από εκείνον, έπειτα βάλθηκε να τον κρατήσει ως το τέλος..

     Αυτόν και μαζί την κλεμμένη ευτυχία της...