'>

Τετάρτη 20 Απριλίου 2016

Αθόρυβοι ήρωες



        Το χάραμα απέναντι από τη Μυτιλήνη, ήρθε χαλκόχρωμο, με τη γνώριμη σαγήνη του να απλώνεται στον ορίζοντα. Το μέτωπο του ήλιου ξεπρόβαλλε  διστακτικά, στεφανωμένο φως κι απαλόγειρε στις σκούρες βουνοραχιές της Μικράς Ασίας. Όσο κυλούσε ο χρόνος τόσο ξυπνούσε και η θάλασσα, πρώτα παφλάζοντας στο λιμάνι μισοκοιμισμένη, μα αργότερα με κάποια λευκά προβατάκια να χοροπηδούν στις μύτες των κυματισμών της. Το δελτίο καιρό έκανε πρόγνωση για 6 Μποφώρ. «Ένα πεντάρι είναι σίγουρα!» σχολίασε ο Κ. στο υπόλοιπο πλήρωμα. Το σκάφος της ακτοφυλακής ήταν σε προγραμματισμένη περιπολία. Τα μέλη του έμπειρα, συνηθισμένα στα ξαφνικά ξεσπάσματα του Ποσειδώνα, ατένισαν την αισθητή μεταβολή του καιρού, με βλέμμα που κύλησε ως τις απέναντι ακτές. Σε τούτες τις Θερμοπύλες, τα ανταριάσματα είναι απότομα, όπως και τ’ αγιάζι, το κρύο, οι ξαφνικές ανησυχίες στα βάθη του Αιγαίου, οι μουρμούρες των προγόνων, τα απρόσμενα ξυπνήματα τους. Η πλώρη του σκάφους πάσχιζε να τεμαχίσει τα παχιά στρώματα του νερού, να αντιπαλέψει την ίδια τη φύση, με σεβασμό στα «θέλω» και τις επιθυμίες της. Η θάλασσα θέλει να ξέρει πως τη σέβεσαι.

        Μια ξαφνική ειδοποίηση, έκανε λόγο για πλεούμενο που βρισκόταν σε κίνδυνο, δύο μίλια βορειότερα από εκεί που βρισκόντουσαν εκείνοι. Ο Κ. ήπιε μια γουλιά από τον καφέ του που ήταν ακόμη ζεστός και αποφάσισε άμεσα να επιταχύνουν προς τις συντεταγμένες. Πλησιάζοντας στο σημείο, ένα μαύρο αντικείμενο παρασύρονταν, έρμαιο στις δυνάμεις της φύσης. Όταν κόντεψαν κι άλλο φάνηκε πιο καθαρά, η μορφή μιας μισοβυθισμένης φουσκωτής βάρκας, που στο απομεινάρι της πάνω, βρισκόταν δύο άντρες και μια γυναίκα, πεσμένοι ανάσκελα στα μπασμένα νερά, μισοκαλυμμένοι από αυτά.

        Η όψη τους είναι πλημμυρισμένη τρόμο, γνωρίζουν πως σε εκείνα τα κύματα παρατεντώνει το νήμα της ζωής τους, πως η μοίρα η ίδια τους κυκλώνει. Η εικόνα του σκάφους της ελληνικής ακτοφυλακής μοιάζει με ψέμα. Κάποιος καταφτάνει μέσα στο κύμα, μια ελπίδα σε γαλαζόλευκο χρώμα που ολοένα πλησιάζει. Οι ναυαγοί, στη θέα μονάχα της απρόσμενης άφιξης ουρλιάζουν «thank you» σε σπαστά αγγλικά. Η γυναίκα κρατά την κοιλιά της. Ουρλιάζουν με όσες δυνάμεις τους έχουν απομείνει, με όσα αποθέματα αντλεί η αδρεναλίνη από τη ψυχή τους· γιατί αλίμονο, στο μεγάλο τον ανυπέρβλητο τον κίνδυνο, ένα μονάχα ζητάς από το Θεό: Κάποιος να σε σώσει. Γι’ αυτούς ο Κ. και οι συνάδελφοι, είναι σταλμένοι από Αυτόν, και σε τέτοιες ώρες, Εκείνος δεν έχει χρώμα, δεν κάνει διακρίσεις, ούτε για να ενώσει ούτε για να χωρίσει, παρά μονάχα χαμογελά. Το σκάφος του Κ. έρχεται κοντά, σκαρί θεόσταλτο, το πλήρωμα τους συνιστά να παραμείνουν ψύχραιμοι. Δε γνωρίζουν Ελληνικά, δεν καλοξέρουν αγγλικά, καταλαβαίνουν όμως τη γλώσσα των νοημάτων, της ανάγκης, της ύστατης στιγμής. Σε τέτοιες ώρες μοιάζει ευκολότερο να συνεννοηθείς. Στον κίνδυνο, οι άνθρωποι βρίσκουν μια κοινή διάλεκτο, πάνω σε κουβέντες λίγες, σε εκφράσεις, σε χειρονομίες που διδάσκει η βιασύνη. Έτσι μιλιέται η γλώσσα της σωτηρίας. Τώρα τους πλευρίζουν. Το πλήρωμα ψάχνει τρόπο να τους τραβήξει έναν- έναν, μα λες και αγριεύει κι άλλο η θάλασσα, σηκώνει τους ναυαγούς μέχρι ψηλά και τους ξανατραβά κάτω. «Πρώτα τη γυναίκα!» εκείνη έχει γείρει στο πλάι και μέσα από τα δάκρυα της μονολογεί κουβέντες της γλώσσας της. Το σαγόνι της τρέμει, οι λέξεις της χάνονται στον αχό των κυμάτων, τους δείχνει την κοιλιά της. «Είναι έγκυος!» ακούγεται από το πλήρωμα. Νέα προσπάθεια να την τραβήξουν στο κατάστρωμα. Εύθραυστο το κορμί της και ασήκωτο, μολύβι. Μέσα του μια άγουρη ύπαρξη ρεμβάζει αμέριμνη στη μεμβράνη της, στο υδάτινο προστατευτικό της περίβλημα. Μέσα στη στοργική φωλιά της μητέρας αγνοεί τη μικρότητα μα και το μεγαλείο της ανθρωπότητας. Αγνοεί το γιατί στήνονται οι πόλεμοι, αγνοεί τα μεγάλα συμφέροντα, τις μελανές σελίδες της ιστορίας του ανθρώπου. Ίσως και να μην το πολυνοιάζει όσο η μητέρα του ανασαίνει. Την ημέρα που θα έρθει στον κόσμο, τη στιγμή που θα πάρει την πρώτη ανάσα του σε τούτον τον κόσμο, τότε μπορεί και η εκείνη να του πει τι συνέβη: πως μια μέρα είδε το πρόσωπο του Θεού και πως αξίζει να είσαι καλός άνθρωπος, γιατί χρειάζεται ο κόσμος μας τους αθόρυβους ήρωες, σαν τον Κ. και το πλήρωμα που τους χάρισαν τη ζωή. Καθώς θα μεγαλώνει, θα θυμάται όσα του είπε η μητέρα του, για την τεράστια αξία του να χαρίζεις, σε έναν κόσμο που δε χαρίζεται τίποτα… Τώρα προσπαθούν ξανά. Την έχουν γραπώσει από τις μασχάλες, πιο σταθερά, την τραβούν, τα πόδια της γλιστρούν και βυθίζονται στο κρύο νερό. Αυξάνεται απότομα το βάρος της, η μισή ως το σπλάχνο της μέσα στη θάλασσα, που λες και αποφάσισε να τους κρατήσει για πάντα στα βάθη της. Κι όμως ακόμη, το πλασματάκι εκείνο κοιμάται ανέμελο, μέσα στην ασφαλή κοιλιά. Δεν υπάρχουν περιθώρια παρά να την τραβήξουν πάση θυσία. Με υπέρμετρες δυνάμεις. Τα νερά παφλάζουν θυμωμένα στα πλευρά του περιπολικού σκάφους. Μία ακόμη φορά! Το σώμα της γυναίκας μοιάζει να ξεκολλάει, η θάλασσα κάνει το χατήρι, την τραβούν και με προσοχή την τοποθετούν με ασφάλεια στο κατάστρωμα. Τώρα απομένουν οι επόμενοι δύο. Ξανά προσπάθεια! Εκείνοι είναι άντρες. Ψωμωμένοι δεν είναι, θα είναι πιο εύκολο. Ο ένας κλαίει από φόβο, από το σοκ, από συγκίνηση που το χωρίζει ένα μέτρο από το να παραμείνει ζωντανός. Ανέβηκε και ο επόμενος. Το μισοβυθισμένο φουσκωτό παρασύρεται σαν τσόφλι, τα κύματα το σέρνουν, παίζουν μαζί του, το κάνουν κλοτσοσκούφι…        
          Δίνονται κουβέρτες στους διασωθέντες. Ο ένας κάτι εξηγεί στο πλήρωμα. Πασχίζει να τον καταλάβουν. Το σκάφος της ακτοφυλακής γυρίζει πλευρό πάνω στον καιρό. Οι μηχανές αγκομαχούν παλεύοντας με τα κύματα. Κατάπλωρα  στα πενήντα μέτρα, δύο χέρια ξεχωρίζουν, κρύβονται στον αφρό κι υψώνονται πάλι απεγνωσμένα. Λοιπόν, είναι και άλλοι! «Πόσοι ήσασταν; Πόσοι ήσασταν;». Ο ένας μετρά με τα δάκτυλα. Φορτσάρουν για αυτόν που είναι μπροστά, τον πλησιάζουν. Τον συγκρατεί το σωσίβιο και μπροστά, απάνω στο στήθος έχει δεμένο ένα παιδί. Τα μάτια του είναι κλειστά. Εκ νέου προσέγγιση, με τρόπο, μην τυχόν και τους κάνουν ζημιά με το πλευρό του σκάφους. Ένα βουβό κύμα το σπρώχνει κατά πάνω τους. Ο Κ. γνωρίζει από τέτοιες κακοτοπιές, κάνεις ελιγμούς, φτάνει με τη μεριά που κόβει τον άνεμο. Τους υψώνει το παιδί του ο πατέρας. Το ανεβάζουν. Κατόπιν τον ίδιο. Χρειάζεται δύναμη ξανά, ένα άηχο κύμα τον ανυψώνει κάπως, τους βοηθά. Δύο μέλη του πληρώματος προσπαθούν ταυτόχρονα να συνεφέρουν το παιδί. Εκείνο είναι πεσμένο ανάσκελα, η όψη του πανιασμένη, μουσκεμένη από το νερό, δε δείχνει να επικοινωνεί. Ο πατέρας που τόση ώρα πάλευε για τη ζωή και των δύο τους, ξεσπά σε δυνατές κραυγές. Οι φωνές του σχίζουν τους ουρανούς του Αιγαίου. Εκείνο φαίνεται να μην ακούει το θρήνο του ανθρώπου που το έφερε στον κόσμο. Ξανά προσπάθεια πάνω σε ένα κατάστρωμα που τραντάζεται από τη μανία της θάλασσας. Ας συμμαχούσε εκείνη την ώρα τουλάχιστον. Ας κάλμαρε, να γίνει σωστά η δουλειά, να σωθεί το παιδί. Λες και δεν τη νοιάζει. Λες και γίνεται όμοια με όλες εκείνες τις φωνές, που σε τέτοιες ώρες κάθονται αναπαυτικά στο γραφείο ή στο καθιστικό του σπιτιού, με τα πόδια να βυθίζονται στη μαλακή μοκέτα, κρίνοντας ζητήματα προσφυγιάς. «Στην τάδε χώρα κάτσανε και πολέμησαν. Στη δείνα χώρα έπεφταν οι βόμβες πάνω τους και δεν κούνησαν ρούπι..», το πρώτο μεγάλο αμάρτημα τούτων των βρεγμένων ναυαγών είναι αυτή ακριβώς η επιλογή τους: που τόλμησαν να επιλέξουν να ζήσουν· που διάλεξαν να μην περιμένουν τις βόμβες να σκάσουν στα κεφάλια τους· που δεν πήραν τα όπλα μεγαλεμπόρων να τρέξουν σε μάχες προσυμφωνημένων συμφερόντων.  Ποιος είναι εκείνος που θα κρίνει την απόφαση κάποιου να επιζήσει; Μπορεί να είναι κανείς άλλος εκτός από τον ίδιο το Θεό; Αν δεν τσουρουφλίζεται η δική σου σάρκα πως μπορείς να κρίνεις, πως, εκείνον που καίγεται; «Μα είναι αλλόθρησκοι, μα είναι σκουρόχρωμοι, μα είναι…» λοιπόν, τις ώρες της μεγάλης πάλης με τα νερά, ένα πράγμα είναι βέβαιο με τους κατατρεγμένους: Εκείνος που κινδυνεύει δεν έχει ούτε χρώμα, ούτε «πιστεύω», τίποτε πέρα από την ίδια του τη ψυχή. Μια πηγαία, κοινή, γνώριμη όψη που μπορείς να αντικρίσεις στο γείτονα, στο παιδί σου, στον άνθρωπο που δε θες να αποχωριστείς. Υπάρχουν στιγμές που οι άνθρωποι είναι τόσο ίδιοι, σα να μην τους χωρίζει καμία γλώσσα ή πίστη ή ιδανικό. Τέτοιες είναι και οι ώρες του κινδύνου. Σε τέτοιες ώρες, μονάχα ανθρώπινες υποστάσεις υπάρχουν, με πρωταρχικές μορφές, εκείνοι που βοηθούν και εκείνοι που χρειάζονται τη βοήθεια. Όλες οι μεγάλες πράξεις ανθρωπιάς στα βάθη του χρόνου, επιτελέστηκαν από εκείνους που κοίταζαν κάτω από το μανδύα οποιασδήποτε κοινωνικοπολιτικής προσέγγισης. Από όσους το βλέμμα τους κοίταξε απογυμνωμένο τον άνθρωπο.
            Τα βλέφαρα του παιδιού τρεμοπαίζουν, νερό ξεβράζεται από το μελανό του στόμα. «Πάρε αναπνοή! Έλα, πάρε αναπνοή!», ζήσε, φτύνει νερό τώρα. Ανοίγει δειλά τα καστανά μάτια του κι αντικρίζει κάποιους που τον έχουν κυκλώσει, ομοιόμορφα ντυμένους, το κοιτούν με αγωνία, κάτι λέει ο ένας του άλλου. Αν αυτός από πάνω του είναι ο ουρανός, τότε και αυτοί θα πρέπει να είναι άγγελοι. Φύλακες άγγελοι με γαλάζια φτερά. Το παιδί έχει συνέλθει. Ο πατέρας κλαίει τώρα, γονατίζει, το αγκαλιάζει και τα δάκρυα του γίνονται ένα με το νωπό του πρόσωπο. Ψάχνει τρόπο να δείξει την ευγνωμοσύνη του, τους ευχαριστεί ξανά και ξανά στη δική του γλώσσα. Πόσο όμορφο να παραμένεις ζωντανός εσύ και το σπλάχνο σου! Η έρευνα συνεχίζεται. Ο Κ. και το πλήρωμα διαπιστώνουν από τα λεγόμενα πως είναι και ακόμη δύο που βρισκόταν στο φουσκωτό πλεούμενο. Ο ένας βυθίστηκε του λένε, με το που άρχισε να μπάζει νερά. Ο άλλος δε φαίνεται πουθενά. Ένα ελικόπτερο σαρώνει την περιοχή και ενισχύσεις έχουν καταφτάσει στο σημείο. Το σκάφος του Κ. με τους διασωθέντες ξεκινά για λιμάνι της Μυτιλήνης. Έχουν ήδη γίνει συνεννοήσεις για να παρασχεθεί βοήθεια, ιατρικές εξετάσεις πρωτίστως στην έγκυο γυναίκα, στο νεαρό παιδί. Ο χρόνος μοιάζει να έτρεξε όπως τα ξαφνικά εκείνα στροβιλίσματα την ώρα της διάσωσης.

         Η πόλη της Μυτιλήνης άνοιξε την αγκαλιά της κι επιτέλους η θαλασσοταραχή κόπασε. Η πλώρη σύρθηκε απάλαφρα στο νερό και πιο πάνω, ο ήλιος μισοκρύφτηκε πίσω από τα βουνά της πόλης. Έμοιαζε να χαμογελά ο Θεός εκείνη την ώρα. Με το τέλος της αποστολής, ο Κ. και οι υπόλοιποι, επέστρεψαν στις οικογένειες τους.

Τα ρούχα του ήταν νωπά και το πρόσωπο αυλακιασμένο από ρυτίδες, μπολιασμένες με ξεραμένη αλμύρα. Ο γιος του τον υποδέχτηκε στην πόρτα, έτσι όπως κάθε φορά. Του έδειξε ενθουσιασμένος ένα πλαστικό παιχνίδι που του είχε φέρει δώρο η θεία του, ένα διασωστικό σκάφος, γαλάζιου και λευκού χρώματος. Δεν το είχε αποκαλύψει ακόμη του πατέρα του, όμως, όπως συνήθως συμβαίνει με τα παιδιά, επιθυμούσε όταν μεγαλώσει να του μοιάσει. Ήξερε πως κάνει κάτι σημαντικό και επικίνδυνο, μα ήθελε και εκείνος να κάνει κάτι παρόμοιο. Ο Κ. το χάιδεψε στο κεφάλι με περίσσιο κουράγιο, σα να μην είχε περάσει ούτε μια ώρα από τη στιγμή που έφυγε από το σπίτι. Μαζί με τη σύζυγο, ο γιος του ρώτησαν πως πήγε η υπηρεσία, αν αντιμετώπισαν δυσκολίες, αν είναι εξαντλημένος. Τους χαμογέλασε σα να είχε επιστρέψει από έναν καφέ με φίλους. Είχε τόσα πολλά να τους πει, μα αρκέστηκε στο «κάναμε το καθήκον μας». Θα του έπαιρνε ώρες να περιγράψει, τόσα πολλά σε τόσο μικρό χρόνο. Ίσως κάποια στιγμή να το έκανε. Εξάλλου χρειαζόταν ξεκούραση και ηρεμία. Χάζεψε με το γιο του τη θάλασσα από τη βεράντα. Ο αέρας είχε κοπάσει και η νύχτα άπλωνε το μελανό σεντόνι της πάνω από τη Λέσβο, αθόρυβα, όπως οι ήρωες ρίχνουν το βαρύ ίσκιο τους, λίγο πριν έρθει το φως…