'>

Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2016

Απόσπασμα από το "Αύριο" - εκδόσεις Λιβάνη

ΘΑ ΚΟΝΤΕΥΕ ΔΕΚΑ. Συνήθως ξυπνούσε γύρω στις εννιά, κάποιες φορές και νωρίτερα, μονάχα που το πρωί εκείνο τής ήταν κάπως δύσκολο. Τα βλέφαρά της τρεμόπαιξαν και στράφηκε προς το φως, που κατάφερνε και γλιστρούσε μέσα από τις γρίλιες της κλειστής μπαλκονόπορτας. Μετακινήθηκε αργά προς την άκρη του κρεβατιού, έκανε να κατεβάσει τα πόδια της στα χνουδωτά παντοφλάκια, δίστασε. Η γλυκιά ζεστασιά που της χάριζαν τα σκεπάσματα ήτανε και ο κύριος λόγος που την έκανε να χουζουρέψει μερικά λεπτά ακόμη. Πάνω στο δρύινο κομοδίνο ήτανε ακουμπισμένο, όλη νύχτα, το δώρο του κυρίου Βελεριόπουλου. Ένα τετράγωνο, σχετικά βαρύ αντικείμενο, ερμητικά κλεισμένο σε ασημένιο περιτύλιγμα, κάτω από το εντυπωσιακό φιογκάκι μιας ερυθρωπής κορδέλας. Άπλωσε το λεπτό της χέρι προς αυτό, το παραμέρισε, έψαξε για το διακόπτη επικοινωνίας με το προσωπικό. Προς στιγμήν φάνηκε έτοιμη να καλέσει τη Ρίτα, για να της ανεβάσει το πρωινό, μα όχι. Δίστασε ξανά, μιας και η όρεξή της να φάει κάτι ήταν αμφίβολη. Τα απεριτίφ και τα απανωτά ποτηράκια Cuvée William που είχε πιει την προηγουμένη το βράδυ τής είχαν χαλάσει την όρεξη να φάει οτιδήποτε. Ωστόσο, παρά τη νοσηρή υπερένταση που της είχαν δημιουργήσει, ήτανε μια καλή διέξοδος στην ανία εκείνου του πάρτι.
Την οικία Βελεριόπουλου την επισκεπτόταν πρώτη φορά, μα οι καλεσμένοι, λίγο πολύ, ήταν οι ίδιοι. Όπως και τα θέματα στα οποία αναλώθηκαν οι ώρες. Ο Καραναστάσης, με τη σύζυγό του και τα δύο ενοχλητικά ζιζάνια, δεν άφηνε στιγμή που να μην αναφερθεί στα ναυτιλιακά ζητήματα και στο δεξαμενόπλοιο που σχεδίαζε να πουλήσει η εταιρεία του. Ο Ζεντόπουλος υπενθύμιζε το κότερο που είχε προς πώληση, καθώς είχε βρει ένα μεταχειρισμένο οκτακάμπινο γιοτ, που είχε εντυπωσιάσει τη Λίζα. Θα το αγόραζε αργά ή γρήγορα, μόνο και μόνο για τα μάτια της, αφού για τούτη την εικοσιπεντάχρονη ο Ζεντόπουλος θα μπορούσε να διαθέσει πολλά. Χρήματα σοδιασμένα καλά, που μπορούσαν με άνεση να καλύψουν το μεγάλο κενό ηλικίας που έχασκε ανάμεσά τους.
Από την άλλη, ο Βρέκας από τις τηλεπικοινωνίες, ο Μπαναβάς και η γυναίκα του, ο Νικητιάδης με τα υπερκαταστήματα κι εκείνη η Σουλιοπούλου, η τηλεπαρουσιάστρια, που αφότου χώρισε δεν έχανε ευκαιρία για τέτοιες συναντήσεις.
Παρόντες ήτανε κι ο Καρεβαζής, ο Βαριάδης ο επιχειρηματίας και βέβαια ο Φύρας ο δικηγόρος, ο οποίος, αν και γνωστός εργένης, ήταν εκεί πλάι σ’ ένα νεαρό αιθέριο πλάσμα, που αν και πολύ πιο «αθώο» από τη Λίζα του Ζεντόπουλου είχαν και οι δυο τους ένα κοινό χαρακτηριστικό: το αρπακτικό τους βλέμμα...
Αν και συνοδευόμενος ο Φύρας, γιος μεγαλοδικηγόρου της πρωτεύουσας και ευνοημένος απίστευτα από τις υψηλές γνωριμίες του πατέρα του, δεν έχανε ευκαιρία να ρίχνει της Μαίρης λαθραίες ματιές.
Μα τι τον γοήτευε τόσο τελικά; Ήταν άξιο απορίας, αφού η Μαίρη όχι απλώς έπληττε, στην κατά τα άλλα υψηλού επιπέδου συνάντηση, μα και δεν του είχε δώσει την ανάλογη προσοχή, σχεδόν ποτέ.
Κι αν η Μαίρη κατέφευγε σ’ εκείνα τα ποτηράκια σαμπάνιας, μήπως και ξεγελάσει τον αργόσυρτο χρόνο, ο Φύρας αγνοούσε και την αδιαφορία της, μα ακόμη και τον ίδιο τον άντρα της, τον κύριο Άλκη. Ήταν προφανές πως πόνταρε στη νιότη του –ήταν ο νεότερος από όλους εκεί–, μα δεν έπαυε να είναι ένας μαλθακός, ασπριδερός τύπος, μ’ ένα λιπαρό προγουλάκι που περίσσευε μπροστά από τον τετράκομψο γιακά, στο πουκάμισο με τα χρυσά μανικετόκουμπα. Ήταν επίσης ξεκάθαρο πως το νεαρό νεραϊδίσιο πλάσμα που συνόδευε αντιπροσώπευε μια κίνηση εντυπωσιασμού, ήταν ένα ακόμη «αξεσουάρ», που μεταξύ άλλων θα προκαλούσε το ενδιαφέρον της Μαίρης. Μάταια!
Το μόνο αξιόλογο γεγονός για κείνη ήτανε το δώρο που έλαβε κατά την αποχώρησή της με τον κύριο Άλκη. Εκείνο το αντικείμενο στο αστραφτερό περιτύλιγμα, που με την καλή του διάθεση της πρόσφερε ο οικοδεσπότης. Ο Βελεριόπουλος ήταν άλλωστε ένας πραγματικός τζέντλεμαν, ένας κύριος που κάλλιστα θα μπορούσε κάποιος να πει πως αποτελούσε και το πιο αξιόλογο πρόσωπο της βραδιάς. Τον χαρακτήριζε μια εκ φύσεως μετριοφροσύνη και μια ομιλία μετρημένη, συνετή και προσγειωμένη. Δεν υπολειπόταν –σε καμία περίπτωση– σε κάτι από τους υπόλοιπους. Η δική του ναυτιλιακή, σε αντίθεση με του Καραναστάση, που είχε σημειώσει κάποιες ζημιές την περασμένη χρονιά, ήτανε κερδοφόρα και κραταιά, παρά την οικονομική κρίση που εξαπλωνόταν στη χώρα. Ήτανε ο μόνος μάλιστα που έθιγε και κουβέντιαζε ανοιχτά το θέμα της κρίσης
σε μια παρέα ανθρώπων που όχι ακριβώς απέφευγαν αλλά απαξιούσαν να δώσουν σημασία σ’ αυτό. Για τους εκλεκτούς καλεσμένους, ένα τέτοιο θέμα ήταν περίπου περιττό.
Για τη Μαίρη, τα περισσότερα απ’ όσα συζητήθηκαν την περασμένη βραδιά ήταν σχεδόν λησμονημένα. Σηκώθηκε καθιστή στο κρεβάτι και μέσα από το χιονάτο σεντόνι ξεπρόβαλαν οι θεσπέσιες γάμπες της. Φόρεσε τα παντοφλάκια και με τον τηλεχειρισμό από το κομοδίνο ανέβασε το εξωτερικό της μπαλκονόπορτας, αφήνοντας ένα τρυφερόχρυσο φως να πλημμυρίσει το δωμάτιο. Κατόπιν περπάτησε προς το τζάμι, παραμέρισε την κλαρωτή κουρτίνα, κοίταξε έξω.
Είχε ξημερώσει μια πραγματικά ηλιόλουστη μέρα πάνω από την Κηφισιά. Στον κήπο, στα αριστερά από εκεί που στεκόταν, ο Τσεν κούρευε το γκαζόν με τη μηχανή, και παραέξω, στο κομμάτι του δρόμου που ο ψηλός τοίχος δεν της έκρυβε τη θέα, μια παρέα ποδηλάτες κατηφόριζαν προς την πλατεία.
Είχε ήδη ξεχάσει το δώρο του Βελεριόπουλου, που καρτερικά την περίμενε στο κομοδίνο, μέχρι που στράφηκε προς τα εκεί όταν αναζήτησε το πιαστράκι για τα μαλλιά της. Το πήρε επιτέλους στα χέρια της και δίχως να το περιεργαστεί στιγμή έλυσε την κορδέλα κι έκανε να σκίσει το περιτύλιγμα, κάτι που κατάφερε από την επάνω πλευρά του αντικειμένου. Σελίδες... Ήταν οι πυκνές σελίδες ενός βιβλίου, όπως είχε υποψιαστεί, οπότε δε χρειάστηκε να σκίσει παρακάτω. Δεν κοίταξε καν το εξώφυλλο ή το πίσω μέρος, παρά το εγκατέλειψε μισάνοιχτο, εκεί που ήταν και πριν.
Αφιέρωσε κατόπιν ένα μισάωρο να φρεσκαριστεί και να καλλωπιστεί στο μπάνιο της κι όταν ολοκλήρωσε τις καθιερωμένες διαδικασίες άρχισε να απορεί. Ο Άλκης δεν την είχε αναζητήσει, για την ακρίβεια, κανείς δεν την είχε αναζητήσει. Έβγαλε από το Burberry τσαντάκι –που είχε μαζί της το βράδυ– το κινητό της τηλέφωνο, όμως κανένα μήνυμα, καμία κλήση από κανέναν. Προχώρησε σκεφτική ξανά προς το μπαλκόνι κι εκείνος ο συλλογισμός της δεν κράτησε παραπάνω, δε διήρκεσε έστω μία ακόμη στιγμή. Δεν ήταν διατεθειμένη να παιδέψει το μυαλό της περισσότερο με το λόγο για τον οποίο δεν την αναζητούσαν μια περασμένη πλέον ώρα. Έψαξε το τσαντάκι ξανά, βρήκε το γουστόζικο πακετάκι με τα slims, το πήρε κι άνοιξε την μπαλκονόπορτα.
Ένα χλιαρό αεράκι άγγιξε το φρεσκοπλυμένο της δέρμα, οριακά ανεκτό για την εποχή. Κάθισε διπλοπόδι στην πολυθρόνα του μπαλκονιού, άναψε ένα τσιγάρο κι ακούμπησε το πακέτο δίπλα της. Κοίταξε τη γυρισμένη πλάτη του Τσεν, που σχεδόν είχε ολοκληρώσει το κούρεμα, φτάνοντας στις γενναίες περικοκλάδες, κοντά στην εξωτερική είσοδο. Το βλέμμα της φαινόταν προσηλωμένο σ’ εκείνον, μα στην πραγματικότητα δεν έδινε καμία προσοχή ούτε σ’ αυτόν ούτε στα αθώα κηπευτικά του καθήκοντα. Όταν εκείνος σταμάτησε τη μηχανή, προτού απομακρυνθεί από το οπτικό της πεδίο, γύρισε ασυναίσθητα τη ματιά του προς το μπαλκόνι. Την είδε στραμμένη προς εκείνον κι από ευγένεια σήκωσε δειλά το χέρι του, σαν να τη χαιρετούσε.
«Καλημέρα στην κυρία!» ακούστηκε από την άκρη του κήπου, κι εκείνη του ανταπέδωσε μέσα από το στόμα της, με μια απροσδιόριστη κίνηση-τίναγμα του τσιγάρου που κρατούσε, σαν να ήταν αυτό κάποιο είδος χαιρετισμού.
Ο μικροκαμωμένος Τσεν απομακρύνθηκε δίχως να ξανακοιτάξει, κάτι που ίσως θα τον έκανε ενοχλητικό. Είχε εξάλλου τελειώσει με τις εξωτερικές εργασίες και το απόγευμα πάλι θα συνέχιζε με το κούρεμα και την περιποίηση στα πευκάκια, στους περήφανους φοίνικες και σ’ εκείνα τα ξενόφερτα φυτά που κοσμούσαν περιμετρικά την κατοικία.
Τώρα το βλέμμα της Μαίρης χρειαζότανε κάτι καινούριο να απασχοληθεί. Όλο αυτό το γκαζόν, τα πυκνοφυτεμένα άνθη και τα δέντρα, όλη εκείνη η ρωμαλέα πρασινάδα τής σφιχταγκάλιαζε το νου, που γύρευε ένα άνοιγμα με μιαν αλλιώτικη ανταύγεια. Κι εκείνος ο τοίχος, το πυκνόφυτο περιτείχισμα του παλατιού, της στερούσε μια σημαντική άποψη από τη θέα του δρόμου. Ένα κατάλευκο Cayenne κατηφόρισε από εκεί κι έπειτα μια κυρία πεζή με το σκυλάκι της. Το τετράποδο μετά δυσκολίας φαινότανε, μα το λουρί που το κράταγε τεζάριζε πέρα δώθε στο χέρι της. Ήταν σίγουρα κάποια της περιοχής, κάτι της θύμιζε η φυσιογνωμία της, κάπου εκεί γύρω θα πρέπει να είχαν ξανασυναντηθεί. Μετά από κείνη κι έναν ακόμη ποδηλάτη, που για λίγα δευτερόλεπτα μπόρεσε να χαζέψει, ο δρόμος ερήμωσε ξανά. Το κομμάτι που μπορούσε να κοιτά καθισμένη στο μπαλκόνι της δεν παρουσίαζε πια κανένα ενδιαφέρον.
Άναψε ακόμη ένα τσιγάρο και πριν καπνίσει το μισό εκείνο το άστατο ανεμάκι τής φάνηκε ενοχλητικό. Τα μαλλιά της ήταν ακόμη νωπά, παρά το στέγνωμα που τους είχε κάνει. Με το δείκτη του άλλου χεριού της κύκλωσε τρεις φορές την άκρη μιας τούφας, μ’ εκείνη τη βαριεστημένη κίνηση μιας γυναίκας που πλήττει ή που κάτι άλλο από εκείνο που κουβεντιάζουν την απασχολεί. Μπορεί να μη συζητούσε με κανέναν στη βεράντα, όμως έβρισκε ενδιαφέρον σ’ εκείνη την κίνηση, ήτανε μια κυκλωτική, ζωοδότρα κίνηση μέσα στο καταπράσινο βουβό της τοπίο.Τούτο το τύλιγμα των μαλλιών γύρω από το δείκτη της ήταν μια κίνηση που την είχε επαναλάβει αρκετές φορές στο χθεσινοβραδινό πάρτι. Από τη μία φανέρωνε τη βαθιά της ανία για όσα διαδραματίζονταν και συζητιόνταν, μα από την άλλη ήταν, κατά τον αντρικό νου του Φύρα, κάτι το σαγηνευτικό. Ένας συμβολισμός νόμιζε εκείνος, η κίνηση μιας γυναίκας που κάτι αποζήταγε, όμως τι; Δεν καταλάβαινε ο δικηγόρος πως εκείνη δεν είχε τίποτα παραπάνω να αποζητά, δεν μπορούσε να το καταλάβει. Του ασκούσε την ίδια βλακώδη επιρροή, όπως και σε πολλούς άλλους άντρες, που εκείνο που βλέπουν στη γυναίκα ως ανερμήνευτο τους είναι και γοητευτικό. Για τον συγκεκριμένο, ακόμη περισσότερο βέβαια. Το τρυφερό πλάσμα που τον συνόδευε, για όσο θα τον συνόδευε, δε συνήθιζε να κάνει αυτή την κίνηση.
Το κορίτσι του Φύρα μπορεί να γνώριζε δεκάδες άλλους τρόπους, νάζια, βλέμματα και τερτίπια, για να σταθεί πλάι σ’ έναν τέτοιο νομικό, όμως, περιέργως, τη βαριεστημένη κυκλωτική κίνηση των μαλλιών δεν την έκανε. Ο λόγος ήταν πως πλάι στο δικηγόρο έβρισκε ακόμη τις ανέσεις, τη χλιδή, την πολυτέλεια που η αδηφάγα ψυχούλα της ζητούσε. Δεν το συνήθιζε να πειράζει έτσι τα μαλλιά της, γιατί απλώς δεν είχε ακόμη κατακτήσει την ψηλότερη κορυφή του κορεσμού κάθε επιθυμίας...
Έσβησε το τσιγάρο της, μπήκε ξανά στην κρεβατοκάμαρα κι από εκεί κάλεσε το εσωτερικό ασανσέρ. Στο ισόγειο συνάντησε μια βαθιά σιωπή, μια ησυχία πρωτόγνωρη για Σάββατο. Στο χώρο υποδοχής κανένας, όπως και στο καθιστικό, στην τραπεζαρία, στο λίβινγκ ρουμ, στα σκαλοπατάκια για το ενυδρείο, στις μαξιλάρες πλάι στο τζάκι, στο άνοιγμα με το πιάνο, παραδίπλα από τις θωρακισμένες τζαμαρίες που έβλεπαν στην αυλή. Από εκεί είδε μονάχα και πάλι τον Τσεν, που ακόμη περιφερόταν, φορώντας την κηπουρική φόρμα του, πηγαίνοντας προς την πίσω γωνία.
Όπως ήταν αναμενόμενο, τη Ρίτα τη βρήκε στην κουζίνα. Ήτανε σκυμμένη πάνω από τις εστίες και προφανώς δεν άκουσε τον ανάλαφρό της βηματισμό.
«Ρίτα, καλημέρα!»
«Καλημέρα!» απάντησε η βοηθός.
«Ο Άλκης;»
«Δε σας είπε; Είναι Σάββατο σήμερα».
«Ναι, και λοιπόν;»
Η βοηθός δίστασε προς στιγμήν.
«Σήμερα ήταν να δει την Κλαίρη...»
«Μα ναι, βέβαια. Το είχα εντελώς ξεχασμένο. Είναι η μέρα της κόρης, λοιπόν. Γιατί δε με ξύπνησες νωρίτερα σήμερα;»
«Χθες, πριν φύγετε για του Βελεριόπουλου, μου είπατε... το ξεχάσατε;»