'>

Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2016

Λολίτα. Tο παιχνίδι του Ναμπόκοφ



Ο μεσήλικας Χάμπερτ, τρέφει έναν αποκρουστικό, διαστροφικό έρωτα για την ανήλικη Ντολόρες. Καθώς η μητέρα της πεθαίνει ξαφνικά, εκείνος αναλαμβάνει την κηδεμονία του παιδιού, αποκτά το ρόλο του πατριού και καταλήγει εραστής της, περιγράφοντας -σε πρώτο πρόσωπο- την εμμονή του για εκείνη, μα και τη στενή σχέση που αποκτούν οι δύο τους. Για το Χάμπερτ, η μικρή Ντολόρες είναι η «Λολίτα», η προσωποποίηση του νοσηρού του πόθου για κοριτσάκια μικρής ηλικίας, τα οποία αποκαλεί «νυμφίδια».


Υπό αυτές τις προϋποθέσεις, η απόφαση ανάγνωσης ή μη αυτού του βιβλίου, έγκειται καθαρά πλέον στον αναγνώστη. Στην πρώτη περίπτωση το βιβλίο αποφεύγεται κι εγκαταλείπεται εξαρχής, ενώ στη δεύτερη, η ανάγνωση του σηματοδοτεί και την εισχώρηση στον κόσμο του ψυχωτικού πρωταγωνιστή. Από εκεί κι έπειτα, οι όροι θέτονται από το δημιουργό του, οδηγώντας στους μαιάνδρους ενός Παραδείσου που οι ουρανοί του έχουν το χρώμα από τις φωτιές της Κόλασης.


Η «Λολίτα» προκαλεί μια φόρτιση από τις πρώτες κιόλας σελίδες, συνυφασμένη με τραγικότητα, στα αδιέξοδα ενός λαβύρινθου όπου υποσκάπτονται αθόρυβα οι νόμοι και οι υποδείξεις της ηθικής, οι συμβατικότητες, η ίδια η πραγματικότητα. Ο Χάμπερτ, εξομολογείται την παιδοφιλία του με τρόπο που προκαλεί, μα ταυτόχρονα επιζητώντας ακόμη και τη λύπηση για το άρρωστο πάθος που τον παραδέρνει. Παραδέχεται τη διαστροφή του, περιπλέκοντας την όμως σκόπιμα, με την έννοια της αληθινής αγάπης.


Στο παιχνίδι του πρωταγωνιστή, τα όρια μεταξύ Καλού και Κακού πρώτα συγχέονται και κατόπιν γίνονται ολοένα πιο δυσδιάκριτα. Το κύριο εργαλείο στη μεθόδευση αυτή, γίνεται η ίδια η γλώσσα του δημιουργού. Ο Ναμπόκοφ παίζει αριστουργηματικά με το λόγο, αποδίδοντας μια "αισχρή" ιστορία χωρίς ούτε μία αισχρή φράση. Αυτό μοιάζει να αποτελεί και ένα σημείο-κλειδί του αντιήρωα του, ταυτόχρονα με τη διαρκή εναλλαγή συναισθημάτων που επιχειρείται.

Εξάλλου, όπως παραδέχτηκε και ο ίδιος, πίσω από τη Λολίτα δεν υπάρχει κανένα ηθικό δίδαγμα. Προτιμά ίσως να παρασύρει τον αναγνώστη στη σκοτεινή του παρτίδα, με το θυμό να διαδέχεται την αποστροφή, με τη λύπηση να επιζητά πονηρά τη συμπάθεια. Όσο η ανάγνωση της εξομολόγησης προχωρά, τόσο οι έννοιες περιπλέκονται και αλλοιώνονται.


Από καθαρά λογοτεχνικό πρίσμα, τα λόγια για το σύνολο του έργου του Ναμπόκοφ περιττεύουν. Η «Λολίτα» μπορεί να εκδόθηκε μόλις το 1955, ωστόσο η ζωντάνια που αναδίδει το κείμενο από την πρώτη σελίδα, δεν υστερεί σε τίποτα από εκείνη πολλών σύγχρονων μυθιστορημάτων. Ο Ναμπόκοφ πλάθει το λόγο με δεξιοτεχνία, παρασύρει, μαγεύει, παίζει διαρκώς με τις λέξεις, όπως κάθε γνήσιος τεχνίτης της γραφής, προσφέροντας μια εξαίσια αναγνωστική απόλαυση, άφθαρτη στο πέρασμα του χρόνου. Η «Λολίτα» αφήνει την επίγευση από παλιό, εξαιρετικό κρασί, εκείνο που μοιράζεσαι στην εξοχή με φίλους, σε τόπους όπου η ησυχία διαταράσσεται μονάχα από το πέταγμα μιας χαρωπής πεταλούδας, που προσκαλεί στο ανέμελο παιχνίδι της.. λοιπόν; Θα παίξεις;

Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2016

Εντυπώσεις από το "Νόμος περί τέκνων" (Ίαν Μακγιούαν)




Η Φιόνα Μέι, εκδικάζει υποθέσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου του Λονδίνου. Παρά τις επαγγελματικές διακρίσεις της, η προσωπική της ζωή επισκιάζεται από προβλήματα, όπως η κρίση στο γάμο της με τον Τζακ αλλά και η ηθελημένη της ατεκνία. Σύντομα, καλείται να αντιμετωπίσει μια υπόθεση με μεταφυσικό υπόβαθρο: ο δεκαεπτάχρονος Άνταμ, για λόγους θρησκευτικής πίστης (Μάρτυρας του Ιεχωβά), αρνείται μία μετάγγιση αίματος, απόφαση που μπορεί να αποβεί μοιραία για τη ζωή του.


Ο Ίαν Μακγιούαν επιστρέφει με ένα σύγχρονο, λεπτοδουλεμένο βιβλίο, με κύρια χαρακτηριστικά το ενδιαφέρον θέμα, τις προσεκτικές προσεγγίσεις του, αλλά και μία ορεξάτη πένα, ιδιαίτερα στην απόδοση των διαθέσεων των ηρώων. Η αρχική εντύπωση που δίνει η ανάγνωση, είναι η ιδέα μιας επιστροφής στην εποχή του «Στην Ακτή», με τη γνώριμη φινέτσα της γραφής του, η οποία και είναι εμφανής. Οι πρωταγωνιστές διαθέτουν ζωντάνια και ρεαλισμό, ενώ η επιλογή ενός τέτοιου λεπτού θέματος, συνεισφέρει στο δέσιμο ενός συνόλου που διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον. Το κείμενο στρέφεται προσεκτικά στις αντιθέσεις ανάμεσα στον ορθολογισμό και τις μεταφυσικές θέσεις της θρησκείας, ιδιαίτερα σε ζητήματα αποφάσεων καθοριστικών για τη ζωή ενός (νέου) ανθρώπου.


Ο «Νόμος περί τέκνων» μοιάζει με αποφασιστικό εγχείρημα του δημιουργού, να επιστρέψει με ένα περιεκτικό και συνεκτικό μυθιστόρημα. Η μόνη ένσταση σε αυτό, θα μπορούσε να προκύψει από το γεγονός, πως μετά τα δύο τρίτα περίπου της ιστορίας, τα γεγονότα κάπως επισπεύδονται, οι διάλογοι μειώνονται για χάρη της ροής, που αποκτά μια επιτάχυνση, δίνοντας την εντύπωση ενός «εσπευσμένου» τέλους. Εξαιρώντας αυτό το στοιχείο, θα ήταν δυνατό να ειπωθεί πως ο «Νόμος περί τέκνων» αποτελεί ένα δυναμικό «come back» του δημιουργού του.