'>

Τετάρτη 4 Οκτωβρίου 2017

''Όταν η παιδεία νοσεί..., η χώρα πεθαίνει'' - Ηλίας Παπαγεωργίου




        Προτού επιχειρήσω οποιαδήποτε αναφορά στο νέο βιβλίο του του κ. Παπαγεωργίου, επιθυμώ να αναφέρω το γεγονός πως ο συγγραφέας -κατά το παρελθόν- υπήρξε και δικός μου καθηγητής. Η εμβέλεια του στο χώρο των Ελληνικών γραμμάτων είναι λίγο πολύ γνωστή, ιδιαίτερα στην τοπική κοινωνία της Λέσβου. Οι σχολιασμοί που ακολουθούν παρακάτω, αποτελούν απόσταγμα προσωπικών εντυπώσεων από την ανάγνωση του έργου του, κατά το δυνατόν αμερόληπτων και όχι υπό το πρίσμα μιας «κριτικής» με την ευρύτερη έννοια, καθώς εξακολουθώ να θεωρώ πως ο προορισμός του μαθητή δεν είναι «να κρίνει το δάσκαλο».
          Παρά το «θάνατο της χώρας» όπως διατυπώνεται στο εξώφυλλο, από ένα σχετικά βαρύ τίτλο, το έργο ξεκινά με αισιοδοξία, με τη σημασία της αξίας του τόπου, της πατρίδας που ζούμε και η οποία μαστίζεται από μία βαθιά πολύπλευρη κρίση, επί αρκετά χρόνια. Με επίκεντρο τον άνθρωπο - εκπαιδευτικό, τον καθηγητή, το δάσκαλο, ο κ. Παπαγεωργίου παραθέτει ένα πλήθος κειμένων που αφορούν στη σχέση Παιδείας - Κοινωνίας, θέτοντας ως βάση τη σημασία της πρώτης για την ορθή θεμελίωση της δεύτερης, με προεκτάσεις σε συναφή ζητήματα της Ελληνικής πραγματικότητας.
«Ένα δοκίμιο που απευθύνεται σε εκπαιδευτικούς» θα σκεφτεί κάποιος. Όχι! Ο συγγραφέας ξεδιπλώνει μία θεματολογική βεντάλια που αφορά άμεσα το νέο, το γονέα, το μαθητή, το συνδικαλιστή της εκπαίδευσης, κάθε απλό και ανήσυχο αναγνώστη.
         Η απλότητα και ευχέρεια του λόγου διακρίνονται αμέσως, στοιχεία που αποτελούν το δυνατό χαρτί του συγγραφέα: τα περίπλοκα προβλήματα της ελληνικής πραγματικότητας ψηλαφίζονται με οξυδέρκεια μα και απόλυτα κατανοητό τρόπο. Το εύρος αυτών των προσεγγίσεων περιλαμβάνει από αναφορές περιστατικών της καθημερινότητας μέχρι λεπτές επισημάνσεις, επί καίριων ζητημάτων, στα οποία αναδεικνύονται κομψά οι προσωπικές τοποθετήσεις και απόψεις. Ο συγγραφέας του βιβλίου είναι πρωτίστως «δάσκαλος», με την ουσιαστική έννοια, δεν εμμένει, δε στέκεται σε αναχρονισμούς, δεν παρουσιάζει το παραμικρό ίχνος υπεροψίας μίας «αυθεντίας». Τούτη η αίσθηση προκαλείται αβίαστα κατά την ανάγνωση, μακριά από φιοριτούρες, λεκτικά στολίδια και επιτηδεύσεις, χωρίς περιττούς συναισθηματισμούς και με παρούσα τη «μετάδοση μηνυμάτων» σε τόνο ήπιο, προσιτό, με διάθεση ανοικτή και πρόθυμη σε αντίλογο μα και συνάμα ξεκάθαρη και κοφτερή στα προσωπικά «πιστεύω».
      Ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον -κατά την ταπεινή μου γνώμη-  σημείο, είναι η επικαιρότητα των κειμένων, τρανή απόδειξη της οξείας αντίληψης του συγγραφέα για τους σημαντικότερους, τους σύγχρονους προβληματισμούς της Ελληνικής παιδείας - κοινωνίας. Η σημασία της γλώσσας για τη δημοκρατία, ζητήματα ρατσισμού και ξενοφοβίας, η «εισβολή» των νέων τεχνολογιών και του διαδικτύου, η θέση της Λογοτεχνίας στην εκπαίδευση, η ελληνική ιδιοσυγκρασία, ακόμη και η περιγραφή της φιλίας.

«Δεν προτίθεμαι να γράψω καμία επιστολή σε κάποιον φίλο αγαπημένο, γιατί δε μπόρεσα ακόμη να συλλάβω την έννοια της πραγματικής φιλίας»(σ.111)

      Και όμως, η ανάγνωση είναι ευχάριστη όσο η κουβέντα με έναν καλό φίλο, με ένα πρόσωπο διατεθειμένο να μιλήσει, να ακούσει, να προβληματιστεί γύρω από την παιδεία και τις ελλείψεις της, γύρω από τα κακώς κείμενα που επιφέρουν μακροπρόθεσμες συνέπειες στην αρμονία και τη συνοχή του κοινωνικού ιστού. Μία κουβέντα που προχωρά ομαλά, με άνεση, δίχως εξάρσεις, συχνά με χιούμορ ή με υποβόσκουσα πικρία και ενίοτε με σκεπτικισμό. Η «φρεσκάδα» των κειμένων αποδεικνύει τη διαύγεια αυτού του «φίλου» και δασκάλου, την οξύνοια, τη δυνατότητα του να παραμένει ενημερωμένος κι επίκαιρος, εκθέτοντας τα επιχειρήματα του προς τους «μαθητές», χωρίς  να στερεί το περιθώριο κρίσης ή κριτικής, απευθυνόμενος σε προσωπικότητες ανεξάρτητες. Εξάλλου, «ο δάσκαλος πάσχει να διαμορφώσει ανθρώπους που να μην το χρειάζονται! Ανθρώπους που να μαθαίνουν μόνοι τους, να ψάχνουν μόνοι τους, να αποφασίζουν μόνοι τους…»(σ.31)
Η καλοζυγισμένη, καλαίσθητη και χωρίς εξάρσεις γραφή του κ. Παπαγεωργίου, αποτελεί μία πρόκληση για ευαισθητοποίηση και ίσως, αυτό να αποτελεί το σημαντικότερο επίτευγμα σε τούτο το έργο, ταυτόχρονα με τη διδακτική μορφή των κειμένων, που εγείρουν το στοχασμό και την επιθυμία για περαιτέρω αναζήτηση. Ας μην παραλείψω επίσης, το εξαιρετικό προλογικό σημείωμα του κ. Π. Ξηντάρα, που συνοδεύει τη συγκεκριμένη έκδοση.
              Η ανάγνωση του βιβλίου σε συνδυασμό με το γεγονός πως τυγχάνει να γνωρίζω το συγκεκριμένο καθηγητή και συγγραφέα, προκάλεσε μία νοσταλγική ανάμνηση, αφού ήταν σα να άκουγα τον ίδιο να μου μιλά, κατά τα όμορφα μαθητικά χρόνια, που πλέον, από το ανελέητο πέρασμα του χρόνου, τείνουν διαρκώς να απομακρύνονται στο βαθύ πέλαγος της μνήμης. Μα και πάλι, δεν ήταν λίγη η χαρά μου, για την απόφαση του να προχωρήσει σε ένα ακόμη αξιόλογο και επίκαιρο έργο, από εκείνα που τόσο ανάγκη έχει ο τόπος, εμπλουτίζοντας την ήδη σπουδαία παρακαταθήκη του. Το νέο βιβλίο του κ. Ηλία, αποτελεί μία ανακούφιση, ένα ελπιδοφόρο και τονωτικό «φάρμακο» για τη νοσούσα Παιδεία, για την ενίσχυση της πίστης σε ένα καλύτερο αύριο.
Γιώργος Γιαντάς
        




Σάββατο 26 Αυγούστου 2017

Η ''Βαβέλ'' με τη ματιά του βιβλιοκριτικού Πάνου Τουρλή

Ο Λέανδρος Μίρκας είναι υποδιευθυντής στο υποκατάστημα της Athlon στο Σύνταγμα, υψηλού κύρους τραπεζικός, αγαπάει το χρήμα και τη ζωή. Στο μυθιστόρημα ξεδιπλώνονται όλες οι πτυχές του χαρακτήρα του και πόντο πόντο συγκροτείται η εικόνα ενός τρισάθλιου υποκειμένου, που δεν ορρωδεί προ ουδενός και διαπράττει εγκλήματα ενώ η αφήγηση και ο τρόπος σκέψης του είναι σα να δίνει στον αναγνώστη την περιγραφή μιας ήρεμης, χαλαρής βόλτας! Πότε θα τιμωρηθεί αυτός ο άνθρωπος; Πώς γίνεται ένα μυθιστόρημα που εκτυλίσσεται σε έναν χρηματοοικονομικό τομέα, γεμάτο τραπεζιτικές, οικονομικές και επενδυτικές θεωρίες και ορολογία να καταφέρει να με κρατήσει ως το τέλος; Πώς και γιατί τελικά παγιδεύτηκε η Ελλάδα στα χαρτιά του Μνημονίου; Γιατί ακολουθεί η αστυνομία τα ίχνη του Μίρκα; Τι θα αποκομίσει αυτός ο παλιάνθρωπος από τα ταξίδια του σε νήσους Κέυμαν, Ελβετία και Μυτιλήνη; Ένα συναρπαστικό βιβλίο, που δε χαρίζεται σε κανέναν και κυρίως στον πρωταγωνιστή του.

Μέχρι στιγμής δεν έχω μισήσει κανέναν άλλον χαρακτήρα βιβλίου όσο τον Λέανδρο Μίρκα. Είναι ένας απαίσιος αντι-ήρωας, ένας άνθρωπος που αγάπησα να μισώ και ήθελα να τον δείρω μέχρι την τελευταία μου ανάσα. Ο συγγραφέας είναι αμείλικτος: από σελίδα σε σελίδα, από παράγραφο σε παράγραφο, στήνει μπροστά στον αναγνώστη έναν σύγχρονο Ντόριαν Γκρέυ, ένα ανδρείκελο, το οποίο καθρεφτίζεται στο πράσινο χαρτί του δολαρίου και στη χρυσή λάμψη των μανικετόκουμπων που στεφανώνουν τη μανσέτα των χεριών που έχουν βουτηχτεί ανενδοίαστα στο αίμα και στην απάτη. Η καθημερινότητά του είναι να εξαπατά τον κόσμο, να συμπορεύεται στην πολιτική των τραπεζών για άφθονη ροή δανείων, ακόμη και από αφερέγγυους πελάτες και όπου συναντά εμπόδια να τα προσπερνά ακόμη και χωρίς ηθικές αναστολές. Γιατί; Ο τρόπος που αξιοποιούν όλα τα δάνεια οι τράπεζες είναι τόσο ασύλληπτος που εύχομαι ολόψυχα να μην είναι αλήθεια, δυστυχώς όμως ο κύριος Γιαντάς, εκτός από συναρπαστική γραφή, κάνει και ενδελεχή, τεκμηριωμένη έρευνα, οπότε φοβούμαι πολύ.

Αυτό το πλάσμα έχει μια άνετη ζωή, παχυλούς λογαριασμούς μισθοδοσίας και καταθέσεων, μια Ουρανία που περιφέρεται σα σκιά σε όλο το κείμενο, έχει μια τρυφηλότητα και μια υπεροψία μεγάλου μεγέθους, «συνευρίσκεται» με ό,τι θηλυκό  κινείται, συμμετέχει σε οργιαστικά πάρτυ (αυτό μου άρεσε πολύ, δεν είναι άνθρωπος παραδομένος στην ηδονή, ταγμένος στον ελιτισμό, όχι, τα πάρτυ αν παρεκτραπούν και είναι καλεμένος θα παρασυρθεί, δεν τα επιδιώκει όμως!), κάνει τρομερές απάτες εις βάρος αθώων αλλά και μεγαλοκαραχαριών, εξασφαλίζει με τον καλύτερο τρόπο τη δική του πλάτη και όλη αυτή η κατηφόρα φαίνεται να μην έχει τέλος. Κι όχι τίποτε άλλο, ένιωσα τόσο αδύναμος και γεμάτος οργή από την αδικία αυτό το πλάσμα να εξακολουθεί να κινείται ανάμεσά μας, χωρίς ο συγγραφέας να δείχνει πως θέλει να τον τιμωρήσει. Ναι, καλά. Από ένα σημείο και μετά αρχίζει μια ασύλληπτου μεγέθους κάθετη πτώση, μακριά από κάθε κλισέ που θα μπορούσε να κλείσει βιαστικά, πρόχειρα ή ανικανοποίητα ένα μυθιστόρημα. Και τότε…

 " Ένα σκληρό, καλογραμμένο, μελετημένο και αληθινό μυθιστόρημα, που περιγράφει την άνοδο και την πτώση ενός ανθρώπου και ενός οικονομικού συστήματος "

Ο Λέανδρος Μίρκας δεν είναι απλά ένας απατεώνας ολκής αλλά και ένας αδίστακτος δολοφόνος. Όσο βάθαινα στο περιεχόμενο του κειμένου, τόσο μου ξπετάγονταν νέα αρνητικά χαρακτηριστικά του, με αποκορύφωμα την αφαίρεση ανθρώπινων ζωών. Ποιων, πότε και γιατί αλλά κυρίως τι αποκόμισε από αυτές τις πράξεις το αφήνω στον αναγνώστη, γιατί όσα και να γράψω, δεν είναι τίποτα μπροστά στη λεπτομερή πλοκή και στη σωρεία των γεγονότων που συμβαίνουν στη ζωή του τραπεζικού αλλά και των χρηματοοικονομικών κύκλων. Η ροή της αφήγησης είναι μια διαρκής σφαλιάρα, όταν δείχνει είτε την αποφασιστικότητα για περισσότερα χρήματα είτε την αδικία που η θέση του Γενικού Διευθυντή πάντα καλύπτεται από κάποιον άλλον μέσα από συνεχόμενες εκπλήξεις είτε από σοκαριστικά απλοϊκά σκηνικά, όπως η βόλτα του στη Βουκουρεστίου, όπου αγόρασε ένα ζευγάρι μανικετόκουμπα, «που άξιζαν τα δυο χιλιάρικα που έσκασα». Δηλαδή με την ίδια φυσικότητα που ένας άνεργος λέει στον φίλο του για την ανέχειά του να αγοράσει έναν καφέ, έτσι κι ο Μίρκας αγοράζει πράγματα πανάκριβα, μόνο και μόνο για το γόητρό του!

Θα στραφώ τώρα στην Ουρανία. Ο Μίρκας περιστοιχίζεται από γυναίκες, με δύο από αυτές να παίζουν σημαντικό ρόλο στη ζωή του. Οι άλλες είναι ένα ξεσπάθωμα, μια εμπειρία, δύο όμως είναι αυτές που θα τον επηρεάσουν πιο έντονα. Και η άχρωμη, άοσμη Ουρανία είναι μια μορφή που μ’ έκανε και δάκρυζα κάθε φορά για όσα τράβαγε. Δεν παίρνει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ιστορία, ούτε μια αράδα διαλόγου δεν έχει σε ολόκληρο το μυθιστόρημα. Τη βλέπουμε πάντα μέσα από τα μάτια του Λέανδρου, άρα υποτιμητικά, τόσο πολύ που εξοργίστηκα (και) με αυτό. Είναι η γυναίκα του. Δεν την αγάπησε ποτέ; Κι αν δεν την αγάπησε δεν μπορεί να της φερθεί με στοιχειώδη αξιοπρέπεια; Είναι μια γυναίκα που την κοροϊδεύει και την εξαπατά ασύστολα, τη σιχαίνεται και δυστυχώς ο κύριος Γιαντάς δε φείδεται εκφράσεων, λέξεων και καταστάσεων (όχι, δεν την ξυλοκοπά, δε χρειάζεται να καταφύγει στη σωματική βία). Ακόμη και όταν τα πράγματα φτιάχνουν κάπως ανάμεσά τους, ο Μίρκας δε γνωρίζει εμπόδια, προβαίνοντας σε κάτι που με έκανε να θέλω να κλείσω το βιβλίο και να μη διαβάσω παρακάτω. Κι εκείνη εκεί, να περνάει από σελίδα σε σελίδα σαν ψυχή που δεν έχει δικαιωθεί ακόμη στον επίγειο κόσμο. Και το ξέσπασμά του σ’ εκείνη, όταν το μυθιστόρημα κοντεύει να τελειώσει και ο τραπεζικός ζει τη μεγάλη ανατροπή, ήταν τόσο άδικο που τάχτηκα σαφέστατα υπέρ της. Ομολογώ πως περίμενα η έκπληξη να έρθει από αυτήν τη γυναίκα, όμως όχι! Υπήρξαν άλλες καταστάσεις, αποφάσεις και εξελίξεις που δεν ήταν απαραίτητο να είναι εκείνη υπεύθυνη για την κατρακύλα του άντρα της. Η Ουρανία είναι μια γυναίκα που θα θυμάμαι για καιρό.

Ωραία όλα αυτά, έχουμε έναν απατεώνα, πολυσχιδή ερωτικά, αδίστακτο εγκληματία. Είπα και κάποια πράγματα για την πλοκή. Τι άλλο έχει να περιμένει ο αναγνώστης; Πολλά. Μέσα από την ιστορία αυτή, ο κύριος Γιαντάς, με επιμέλεια, κόπο και έρευνα, καταφέρνει να αποτυπώσει ανάγλυφα όλη τη σημερινή τραπεζική και χρηματοοικονομική κατάσταση, όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και του κόσμου. Κατάφερε εμένα, που είμαι φανατικός τριτοδεσμίτης και σιχαίνομαι τα μαθηματικά (και τις μπάμιες, αλλά αυτό είναι άλλο παράπονο), να παρακολουθήσω απερίσπαστος όλα τα συστατικά που συγκροτούν τον μηχανισμό μιας τράπεζας και να καταλάβω γιατί η τράπεζα ποτέ δε χάνει. Αν μάλιστα ισχύει ότι το 2008 που έσκασε η μεγάλη φούσκα με προεξάρχοντες τη Lehman Brothers και ταυτόχρονα εντελώς τυχαία μπήκαμε στο μνημόνιο ώστε οι τράπεζες να ανακεφαλαιοποιήσουν με χρηματοδότηση του κράτους, τα οποία λεφτά θα βγουν από τις πλάτες του απλού, φτωχού κοσμάκη, δε θέλω ποτέ να μάθω τι είναι φαντασία και τι πραγματικότητα (και για να μην το πάρει πρέφα ο κοσμάκης, υπάρχει και η διχόνοια που μπορούν άνετα να σπείρουν τα μέσα ενημέρωσης βρίσκοντας διαρκώς κάποιους λόγους σύγκρισης, πχ. τους υψηλόμισθους σε εποχές πείνας δημοσίους υπαλλήλους). Ο κύριος Γιαντάς, περιγράφοντας διάφορες και διαφορετικές σκηνές από αυτήν τη ροζ τσιχλόφουσκα που ζούσε ο πρωταγωνιστής του αλλά και όλες οι τράπεζες, εξηγεί με εύληπτο τρόπο τα πάντα σχεδόν: την οικονομική ασυλία των νήσων Κέυμαν, του Χονγκ Κονγκ και της Ελβετίας, το ξέπλυμα μαύρου χρήματος από λαθρεμπόριο όπλων και πώς αυτό μετατρέπεται σε δωρεές και φιλανθρωπίες μέσω αφανών και νομότυπων τραπεζικών καναλιών, τα θετικά της αφειδούς δανειοδότησης και πώς αυτή υπήρξε μια σωτήρια ιδέα για να βγαίνουν κερδισμένες μόνο και πάντα οι τράπεζες («-Όχι, όχι…δε μας τα προσφέρατε, κύριε Λέανδρε! Μας φουσκώσατε το μυαλό πως μπορούμε να τα έχουμε! Εσείς! Οι τράπεζες!», σελ. 45), πώς οι τριγμοί ξεκίνησαν από τις Ηνωμένες Πολιτείες και πότε και γιατί κουνήθηκε συθέμελα επιτέλους και η Ευρώπη και πολλά άλλα. Σε κάποιο σημείο μάλιστα φάνηκε έντονα η αδιαφορία του Λέανδρου Μίρκα που έριξε την ευθύνη στον σοσιαλισμό, «…που κοινωνικοποιεί τους κινδύνους και ιδωτικοποιεί τα κέρδη» (σελ. 95).

Ίσως εδώ να έχω μια μικρή ένσταση, ακριβώς γιατί ο κύριος Γιαντάς είναι τόσο ενήμερος του θέματος που διάλεξε να καταγράψει που ένιωθα πως κατά τόπους παρασυρόταν από τα ίδια του τα γραπτά και εισέδυε πολύ βαθύτερα σε χρηματοοικονομικές θεωρίες, μακροοικονομικούς και μικροοικονομικούς όρους, ιστορία του κεφαλαίου και του πλουτισμού και πολλά άλλα. Πάντα μέσα από συζητήσεις ή case studies που εμφανίζονταν κατά την ανάγνωση, πάντα καλογραμμένα και με στρωτό τρόπο, όμως όταν τα αισθήματά μου άρχισαν να με παρασέρνουν και ήθελα να μάθω τι θα γίνει παρακάτω, κάποια εγκυκλοπαιδικά χωρία τα προσπέρναγα, διαπιστώνοντας πως δεν έχανα στιγμή από την εξέλιξη. Θα συνιστούσα όμως στον αναγνώστη να αφιερώσει τον χρόνο του ακόμη και σε αυτές τις συζητήσεις, ακριβώς γιατί δε θα βρει αλλού την ευκαιρία να κατανοήσει καλύτερα τον ρόλο μιας τράπεζας στη ζωή του. Στάθηκα ιδιαίτερα στο σημείο όπου υπήρξε διάκριση μεταξύ εμπορικών τραπεζών και τραπεζών επενδύσεων, κάτι που δε γνώριζα, μιας και για μένα οι τράπεζες έχουν έναν σκοπό: την κατάθεση χρημάτων και την επένδυσή τους!

Η «Βαβέλ» είναι ένα σκληρό, καλογραμμένο, μελετημένο και αληθινό μυθιστόρημα, που περιγράφει την άνοδο και την πτώση ενός ανθρώπου και ενός οικονομικού συστήματος. Μόνο που ο άνθρωπος, εν αντιθέσει με τις τράπεζες, δε θα βγει αλώβητος και σώος όταν έρθει η ώρα της τίσεως. Ένα υπέροχο κείμενο που καταγράφει πιστά τη σημερινή τραπεζική πραγματικότητα και ζωντανεύει ανθρώπους που ζουν διπλα μας, μόνο που δεν τους ξερουμε και τόσο καλά. Άραγε, η φράση «Έχω λεφτά! Πολλά λεφτά!» ως πότε θα βοηθάει το εφήμερο, ανθρώπινο σαρκίο;
Χαρακτηριστικό απόσπασμα :
«Άλλο μέγα ψέμα κι εκείνο, όπως τα υπόλοιπα, όπως η στοίβα με τα μεγάλα, τα άθλια ψέματα, όμοια με μια ντουζίνα λερωμένα ρούχα, όπου το μόνο που μπορούσες να κάνεις ήταν να την κοιτάς να μεγαλώνει, να λερώνεις και να πετάς, να λερώνεις και να πετάς και να μαζεύονται και να αρκείται στο να απολαμβάνεις αυτόν τον βρώμικο λόφο που έφτιαξες, αφού δεν έχεις κάτι καλύτερο να προσφέρεις» (σελ. 382)

ΠΗΓΗ:https://tovivlio.net/



Πέμπτη 24 Αυγούστου 2017

Η "Βαβέλ" με τη ματιά του καθηγητή κ. Ηλία Παπαγεωργίου

Ο φιλόλογος, συγγραφέας και ερευνητής  Δρ. Ηλίας Παπαγεωργίου παρουσιάζει το μυθιστόρημα του συμπατριώτη μας συγγραφέα, Γιώργου Γιαντά, «Βαβέλ» που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Λιβάνη».
Συγκεκριμένα ο ίδιος γράφει:

«Πρόκειται για μια εξαιρετική έκδοση στις 506 σελίδες του οποίου ο κεντρικός ήρωας εμπλέκεται στην οικονομική κρίση του 2008, αλλά, προπάντων, μας υποχρεώνει, εντελώς φυσικά και αβίαστα, να προβληματιστούμε πάνω σε πλήθος καθημερινών θεμάτων, όπως η αξία του χρήματος, η δικαιοσύνη, η αλληλεγγύη, οι επαγγελματικές φιλοδοξίες, το έγκλημα κ.λπ.
Κέντρο όλων των εξελίξεων, οι οποίες είναι πολλές και απροσδόκητες, είναι μια τράπεζα με τις γνωστές τραπεζικές δραστηριότητες και με υπαλλήλους τους οποίους κυρίως ενδιαφέρει η επαγγελματική άνοδος και τα μπόνους. Οι επαγγελματικοί ανταγωνισμοί συνεπάγονται «συμμαχίες», ψεύδη, απάτες, εγκλήματα.
Η οικονομική φιλοσοφία του τραπεζικού συστήματος στην πρώτη δεκαετία του 2000 μας θυμίζει την οικτρή κατάσταση της οικονομικής κρίσης: χρέη, φτώχεια, αυτοκτονίες… Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα αντιμετωπίζουν τους πολίτες με απονιά, προσποιητό ενδιαφέρον, ψευδολογία. Πάνω απ’ όλα το κέρδος, το χρήμα, το παντοδύναμο χρήμα. Για χάρη του θυσιάζεται η οικογένεια, η φιλία, η ηθική, οι αξίες ζωής. Επιδίωξη το κέρδος με κάθε μέσο, η πολυτελής ζωή, το σεξ, τα αξιώματα, η ικανοποίηση κάθε εγωιστικής τάσης.
Το μυθιστόρημα τούτο, παρά τους δυσνόητους για πολλούς οικονομικούς όρους, είναι ένα ιδιαίτερα καλογραμμένο κείμενο, ευκολονόητο, ευπρόσιτο από τον κάθε αναγνώστη. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί μια εξαιρετική ελληνική γλώσσα με σωστή στίξη και κατάλληλο λεξιλόγιο σε τέτοιο βαθμό που χαίρεσαι να το διαβάζεις.
Η εξέλιξη των γεγονότων είναι απόλυτα φυσιολογική, χωρίς τα μπρος-πίσω της ιστορίας που εκνευρίζουν. Σε καμιά περίπτωση δεν γίνεται υπέρβαση του λογικού, έτσι που ο αναγνώστης βρίσκεται  συνέχεια μπροστά σε ανθρώπους και γεγονότα της καθημερινής πραγματικότητας χωρίς να βασανίζεται ανάμεσα στο φυσικό και υπερφυσικό, το αληθινό και το πλάνο.
Συγχαίρω τον συγγραφέα του νέου μυθιστορήματος και συνιστώ την απόκτηση αυτού του αξιόλογου βιβλίου».

ΠΗΓΗ: "ΤΑ ΝΕΑ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ" ΟΝLINE ΕΚΔΟΣΗ
 http://nealesvou.gr/o-ilias-papageorgiou-grafi-gia-ti-vavel/


Τρίτη 13 Ιουνίου 2017

Η "Βαβέλ" με τη ματιά της Μαρίας Κουλούρη και του Vivlia4U

Ο Λέανδρος Μίρκας είναι υποδιευθυντής στο υποκατάστημα μιας μεγάλης τράπεζας της Αthlon στην Αθήνα. Είναι παντρεμένος με την Ουρανία κόρη ανώτερου τραπεζικού στελέχους, που την ανέχεται μόνο για τα πλούτη της και γι΄αυτό τίποτα δεν τον σταματά στο να περνά ξέφρενες νύχτες σε ευκαιριακές σχέσεις.
Η κοινωνική του θέση είναι ήδη εξασφαλισμένη. Και η οικονομική.  Όμως η απληστία τον οδηγεί να θέλει όλο και περισσότερα.
Το κέντρο του ενδιαφέροντος είναι η κατάληψη της θέσης του διευθυντή. Η εμμονή του, τον οδηγεί σε ακραίες καταστάσεις.
Παράλληλα τα σφάλματα του τραπεζικού τομέα, έχουν ήδη δημιουργήσει  πρόσφορο έδαφος προς όφελος των οικονομικών και πολιτικών παραγόντων πριν την οικονομική φούσκα του 2008.  Βρώμικα παιγνίδια στήνονται παντού.
Με γνώμονα το '' Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα'' προχωρά ο Λέανδρος Μίρκας και επιχειρεί να αιτιολογήσει τις κινήσεις του, αλλά και να πείσει πως η οικονομία σαν επιστήμη δεν γνωρίζει όρια μεταξύ καλού και κακού.

''Kάποιοι θα αναρωτηθούν για το αν με κατατρύχουν τύψεις κι εγώ αντί απάντησης θα τους ρωτήσω πως ορίζεται το καλό ή το κακό γύρω μας. Όταν θα έχουν μια πειστική ερμηνεία σ΄αυτό, τότε ίσως να έχω μια έντιμη απάντηση κι εγώ.''

Η ιστορία είναι πολυσχιδής και πολυπρόσωπη. Ο συγγραφέας αναδεικνύει πολλά κοινωνικά προβλήματα και συμπεριφορές, και παράλληλα αναλύει τον εσωτερικό κόσμο του ήρωά του, ψάχνοντας να βρει ποια είναι αυτή η κινητήριος δύναμη που τον οδηγεί στη διαρκώς διογκούμενη απληστία.

Είναι άραγε μόνο οι συνθήκες που διαμορφώνουν έναν χαρακτήρα ή είναι και στη φύση του ανθρώπου; Μήπως είναι μια μικρή κηλίδα στο tabula rasa της ύπαρξης του καθενός; Μια προδιάθεση που οδηγεί τον καθέναν εκεί που φτάνουν τα όρια και δεν είναι δύσκολο να ξεπεραστούν;
Ερωτήματα πολλά μέσω του ήρωά του θέτει ο συγγραφέας, και σας καλούν να προβληματιστείτε και να αναρωτηθείτε για τις σκοτεινές πλευρές που υπάρχουν σε κάθε άνθρωπο και για το πόσο είναι εύκολο αυτές να κυριαρχήσουν και να τον μεταλλάξουν τόσο ώστε να μην μπορέσει ποτέ να γυρίσει πίσω.
Στη χαμένη προ πολλού αθωότητα.

''Ακούμε συχνά πως το παρελθόν είναι κάτι που μας ακολουθεί. Δεν είναι ακριβώς έτσι όμως. Εγώ θα το περιέγραφα σαν μια στρογγυλή, βαριά και σκουριασμένη σιδερένια σφαίρα, ενωμένη με μια χοντρή αλυσίδα στα πόδια μας. Καθώς σέρνουμε τα βήματά μας, σέρνεται κι αυτή. Αν κάνουμε να τρέξουμε, κλειδώνει με το βάρος της τη δρασκελιά μας, ικανή όχι απλώς να μας επιβραδύνει, αλλά και να μας ρίξει κάτω. Μία, δύο ή τρεις καλές πράξεις δεν αρκούν για να απαλλαγούμε από το βάρος της. Μπορεί τότε να νιώσουμε κάπως ελαφρύτερα τα πόδια μας, εκείνη όμως είναι πάντα εκεί. Όπως είναι, ας πούμε, η πληκτική σύζυγος στο σπίτι, κάθε φορά που ανοίγουμε την πόρτα. '' 

Αναλύσεις και προβληματισμοί μέσα από ένα εξαιρετικό κείμενο με σφιχτή δομή, δυνατή πλοκή με πολλές ανατροπές και με ήρωες σκιαγραφημένους σωστά μέσα από μια δυνατή γραφή σε πρώτο πρόσωπο,  είναι τα κύρια στοιχεία που ξεχωρίζουν μέσα στο βιβλίο του Γιώργου Γιαντά.  Αν και περιέχονται αρκετοί οικονομικής και φιλοσοφικής φύσεως όροι, που ίσως κάποια στιγμή κουράσουν κάποιους αναγνώστες, δεν ανακόπτεται η αφήγηση, και το ενδιαφέρον παραμένει αμείωτο.

Θα ήθελα να τονίσω την επιτυχία του συγγραφέα να δέσει άριστα την μυθοπλασία με την πλήρως αναλυτική εικόνα των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και την άριστη ψυχογραφία του ήρωά του μέσα από την απολογία – αιτιολογία του που ΄΄τρέχει ΄΄ άλλοτε φανερά και άλλοτε υποκρυπτόμενη σε όλο το βιβλίο!

Εν κατακλείδι κλείνοντας και την τελευταία σελίδα ο αναγνώστης νιώθει δικαιωμένος για την επιλογή του.

Θετικά στοιχεία :

1. Άριστο ψυχογράφημα του ήρωα.
2. Δυνατή πλοκή με πολλές ανατροπές μέχρι και την τελευταία σελίδα.
3. Σφιχτοδεμένο κείμενο.


ΠΗΓΗ:  http://vivlia4u.weebly.com/

Τρίτη 16 Μαΐου 2017

απόσπασμα από τη ''Βαβέλ''



 Χάζεψα στην οθόνη την απεικόνιση της πτήσης, καταμεσής των δύο ηπείρων, και πίσω της όλες εκείνες τις ιριδίζουσες φου­σκίτσες, που σκορπίζονταν σαν προωθητικό αέριο, ένα καρουλια­στό σύννεφο χαμένων ερμηνειών, μια εναέρια μάζα από ανείπω­τες έννοιες.
Αποκοιμήθηκα σε άγνωστο χρόνο και όταν τα βλέφαρά μου τρεμόπαιξαν ξανά κοίταξα πάλι έξω. Όλα εκείνα τα συννεφάκια που χάζευα αποβραδίς, όλα τα χιονένια πλασματάκια είχαν ενω­θεί σε μια ενιαία μάζα. Ένα γιγάντιο στρώμα μπαμπακιού δέσπο­ζε από κάτω μας, απλωμένο ως εκεί που έφτανε το βλέμμα. Μια γκρίζα μάζα που σε διάφορα σημεία της χωριζόταν από λεπτές πτυχώσεις, από απότομα χωρίσματα και φουντωτούς σχηματι­σμούς. Ήθελα να περπατήσω πάνω τους, έμοιαζε πως αυτό το στρώμα θα με ανασήκωνε και θα με εκτίνασσε ψηλά, σαν ανθε­κτικό τραμπολίνο.
Αργά αργά από τα δεξιά, μια πορτοκαλένια απόχρωση διαπό­τισε το απέραντο νέφος. Στην άκρη του κόσμου ξημέρωνε. Το θέ­αμα ήταν μαγευτικό. Η καινούρια μέρα ερχόταν ασυγκράτητη μέ­σα από βαθιές αχτίδες, που επικάλυπταν τα σύννεφα, σχηματίζο­ντας μια θάλασσα από βουνοσειρές σε χρυσοκόκκινες αποχρώ­σεις. Πλησιάζαμε στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ως την ανταπόκριση για τις Νήσους Κέιμαν αισθανόμουν ακ­μαίος. Προσγειωθήκαμε με τη δεύτερη πτήση στον αερολιμένα Owen Roberts του Γκραντ Κέιμαν, λίγο μετά το μεσημέρι. Η τρο­πική ζέστη της Καραϊβικής μού προκάλεσε μια απότομη εφίδρω­ση. Τα ρούχα μου ήταν παραπανίσια γι’ αυτόν τον προορισμό, το γνώριζα και είχα προετοιμαστεί κατάλληλα. Επιβιβάστηκα στο μίνι-μπας που βρισκόταν εκεί για τους συμμετέχοντες του Φό­ρουμ, με τη συνοδεία του υπευθύνου, που με καλωσόρισε με εγκάρδια αμερικάνικη προφορά, και μεταφέρθηκα στο ξενοδο­χείο μαζί με δύο ακόμη αφιχθέντες.
Το Ritz Carlton δέσποζε μπροστά στην παραλία των «επτά μι­λίων», μια κολοσσιαία εγκατάσταση, ένα πολυώροφο ανάκτορο με πελώριους φοίνικες περιμετρικά και μια πισίνα σε σχήμα S, που μέσα της πλατσούριζαν ξένοιαστοι παραθεριστές. Το προσω­πικό της υποδοχής ήταν ευγενέστατο, υπήρξε ωστόσο μια χρονο­τριβή στην παράδοση της κάρτας συμμετέχοντος στο Φόρουμ, την οποία έπρεπε να κρεμάω στον λαιμό κατά τη διεξαγωγή των ομιλιών. Εγώ ένιωθα τον λαιμό ιδρωμένο και τον γιακά μουσκε­μένο αφόρητα. Χρειάστηκε να τους επαναλάβω για δεύτερη φο­ρά πως προερχόμουν από την Athlon στην Ελλάδα και αμέσως μετά και από αυτό μου παρέδωσαν την κάρτα, μου ζήτησαν συ­γνώμη για την καθυστέρηση και με οδήγησαν στη σουίτα.
Απελευθερώθηκα από τα ρούχα με βιαστικές κινήσεις, έκανα ένα γρήγορο ντους και έσπευσα στο υπνοδωμάτιο δροσισμένος. Ελευθέρωσα τις καρό κουρτίνες από τους φιόγκους που τις συ­γκρατούσαν προσεκτικά στις άκρες, το φως λιγόστεψε ικανοποι­ητικά κι έπεσα μονοκόμματος στο αφράτο κρεβάτι. Βυθίστηκα σ’ έναν αναζωογονητικό δίωρο ύπνο, που διακόπηκε από τα ηχηρά χτυπήματα στην πόρτα της εισόδου. Είχα ξεχάσει να κρεμάσω το «μην ενοχλείτε» απέξω, αν και αυτό δε θα άλλαζε κάτι εν προκει­μένω, διότι ήταν ο Νόβο.
Άνοιξα πρησμένος από τον ύπνο, φορώντας το μπουρνούζι του Ritz Carlton και τις σαγιονάρες. Με κοίταξε από την κορυφή ως τα νύχια και αναφώνησε:
«Ακόμη δεν ήρθες και έμπασες μέσα γυναίκα;»
Γέλασα δυνατά, άνοιξε τα χέρια διάπλατα, αγκαλιαστήκαμε.
«Wellcome, παλιόφιλε!» του είπα μισά στα αγγλικά, μισά στα ελληνικά.
Τον έβαλα μέσα, έδειχνε ενθουσιασμένος που συναντηθήκα­με και όχι ιδιαίτερα αλλαγμένος από την τελευταία φορά που τον είχα δει.
«Διάβασες το πρόγραμμα του Φόρουμ;»
«Δεν πρόλαβα, έπεσα ξερός στον ύπνο!»
«Το πρωί ομιλίες για offshore, ομόλογα, καταπιστεύματα, το βράδυ άφθονο ριμπέλιουμ, ντύσιμο μπουκανιέρων και ξέφρενες πειρατίνες!»
Μάλλον δεν είχε αλλάξει καθόλου. Μιλήσαμε περί ανέμων και υδάτων, για το ταξίδι μου, για το κλίμα στην Ελλάδα, για τη ζωή στις Ηνωμένες Πολιτείες. Κατόπιν αποφασίσαμε να κατέβουμε μαζί για φαγητό. Με διαπερνούσε μια επιτακτική λιγούρα, μια αδημονία να γεμίσω το στομάχι μου.
Το προσωπικό του ξενοδοχείου στην τραπεζαρία ήταν ευγενέ­στατο και διακριτικό. Ο υψηλός επαγγελματισμός χαρακτήριζε τα Κέιμαν και στον χρηματοοικονομικό τομέα, με βάση τη φιλο­σοφία «γνώρισε τον πελάτη σου». Με μόλις τριάντα δύο χιλιάδες κατοίκους, τα νησιά ήταν πόλος έλξης για σχεδόν εξακόσιες τρά­πεζες, που είχαν λάβει άδεια για εργασίες στη δικαιοδοσία τους. Πολλές από αυτές είχαν μόνιμες εγκαταστάσεις στα Κέιμαν. Όσο για το συνολικό κεφάλαιό τους... 420 δισεκατομμύρια, κυρίως κα­ταθέσεις! Επιπλέον, ουκ ολίγες ασφαλιστικές και ναυτιλιακές εί­χαν ρίξει άγκυρα στην περιοχή, με τη διευκόλυνση του νομοθετι­κού συστήματος, που συμβάδιζε με το βρετανικό.
Με παρέα τον Νόβο γευμάτισα στο δεύτερο μεγαλύτερο εξω­χώριο χρηματοοικονομικό κέντρο παγκοσμίως. Την πρωτιά την είχε το Χονγκ Κονγκ. Πριν τερματίσω κι εγώ πρώτος με διαφορά το φαγητό μου, έλαβα την πρώτη υπερατλαντική κλήση.
Ήταν η Ουρανία. Με ρώτησε αν έφτασα καλά, πώς ήταν το ταξίδι, μου είπε πως της έλειπα. Της απαντούσα με την προσοχή μου στραμμένη στα πιάτα.
«Και πότε ξεκινά το Φόρουμ;»
«Αύριο το πρωί».
«Να προσέχεις».
Ο Νόβο επιτάχυνε στο μεταξύ τις μπουκιές του, προσπαθού­σε φανερά να ανακτήσει το χαμένο έδαφος. Εκείνη είχε και τη διάθεση να αναπολήσει την τελευταία φορά που κάναμε έρωτα, το βράδυ μετά την επίσκεψη στον πατέρα της, τον Ιάκωβο, στην Κηφισιά. Μου ήρθε κάτι σαν παλινδρόμηση, ίσως και να μου το θύμιζε εξεπίτηδες για να βγάλω όσα είχα φάει, ιδιαίτερα τα αμά­σητα.
Όταν κλείσαμε το τηλέφωνο, ο Νόβο μού έριξε μια σοβαρο­φανή ματιά, προφανώς έχοντας καταλάβει πως με πήρε η γυναί­κα μου. Δεν είχα καμία όρεξη να το σχολιάσω.
Το απογευματάκι μάς βρήκε να ρεμβάζουμε στο λόμπι του ξε­νοδοχείου. Βεβαίως ήταν και αυτό ένα κομμάτι της δουλειάς. Γνω­ρίζαμε πως με τις τελευταίες πτήσεις θα κατέφθαναν σημαίνοντα πρόσωπα, όχι μόνο στελέχη, όπως εγώ και ο Νόβο, αλλά και οι χένγουι, άτομα υψηλής αξίας, πολυεκατομμυριούχοι, δισεκατομ­μυριούχοι, πιθανοί μελλοντικοί πελάτες, πετρελαιάδες, εφοπλι­στές, μεγαλοεπιχειρηματίες. Πολλοί θα ερχόντουσαν με προτε­ραιότητα τις διακοπές τους στο Γκραντ Κέιμαν και το Διεθνές Φό­ρουμ ήταν απλώς μια καλή αφορμή. Τους αντιλαμβανόσουν από την κινητοποίηση στους χώρους γύρω από την είσοδο, προτού ακόμη φανούν οι ίδιοι.Το προσωπικό της υποδοχής καταλαμβα­νόταν από υπερκινητικότητα, κατόπιν εισέρχονταν κοντοκουρε­μένοι σωματοφύλακες με ακουστικά ενδοσυνεννόησης στο αφτί. Έπειτα έφταναν και τα αφεντικά τους, ρίχνοντας μια σύντομη μα­τιά τριγύρω ή και χωρίς να κοιτάξουν καθόλου.
Για τους ίδιους, ο ερχομός στα Κέιμαν για το Φόρουμ ήταν ένας ακόμη προορισμός, όπως και το Κινηματογραφικό Φεστι­βάλ στις Κάννες, τα Όσκαρ ή το Νταβός, το Σαν Βάλεϊ ή η Εβδο­μάδα Γουίμπλετον στο Λονδίνο. Πολλοί εξ αυτών ήταν μέλη κλει­στών κλαμπ ανά τον κόσμο, όπως του Hurlingham στο Λονδίνο, του Silencio του Παρισιού ή του Core στη Νέα Υόρκη, με συνδρο­μή δεκαπέντε χιλιάδες δολάρια τον χρόνο και κόστος εγγραφής τα πενήντα. Άλλοι με επαύλεις σε όλο τον κόσμο, διοργανωτές κλειστών πολυτελέστατων πάρτι, με δεκάδες κοριτσιών για συ­ντροφιά τους. Ορισμένοι είχαν μόλις πεταχτεί από το νησί Calivigny της Γρενάδας, στα βορειοανατολικά της Βενεζουέλας, με κόστος διαμονής τα πενήντα χιλιάδες δολάρια τη βραδιά.
Για όλους αυτούς η άφιξή τους σήμαινε πρώτα διασκέδαση, για εμάς ήταν πρώτα δουλειά.