'>

Σάββατο 5 Απριλίου 2014

Ο θίασος της Μαριάννας Μαλτέ (απόσπασμα)

«Όλα εκείνα τα πρόσωπα κάτω από τα πόδια μας, ως το τέρμα της αίθουσας, άρχισαν να χειροκροτούν χωρίς σταματημό. Στις πρώτες πρώτες σειρές, είδα θεατές να σκουπίζουν με μαντίλια τα μάτια τους, άλλοι ζήταγαν με ρυθμό να επαναλάβουμε τη σκηνή, γυναίκες μού κάνανε νεύματα, σαν να γυρεύανε να μου δείξουν από απόσταση την ευγνωμοσύνη τους, την ικανοποίηση, τη γοητευμένη τους ψυχή. Σε άλλων τα στόματα διάβαζα τα φωναχτά τους «μπράβο» και σε άλλων χαμόγελα ευχαρίστησης για κείνο που μόλις είχανε παρακολουθήσει. Η αυλαία έκλεισε, ο κόσμος δε σταμάταγε να μας αποζητά, κάναμε να κατεβούμε από τη σκηνή κι ο Ζαμπάκης, από την άκρη της κουΐντας, φώναξε: «Περιμένετε! Λίγο ακόμη! Περιμένετε!» Μείναμε πιασμένοι από τα χέρια, όλη η ομάδα της παράστασης, ο Αλκίνοος δεξιά μου, η αυλαία ξανάνοιξε. Χειροκροτήματα αβέρτα, πιο δυνατά, παλμός, μεγαλοπρέπεια, ενθουσιασμός, κανείς δεν άντεχε πως η παράσταση είχε λάβει τέλος, ούτε ένας δεν είχε σηκωθεί από τη θέση του. Έβρισκα πάλι, στο χρόνο εκείνο των υποκλίσεων προς το κοινό, να κοιτώ όσα πρόσωπα προλάβαινα, κάτι που παλιότερα ντρεπόμουν να το κάνω. Κάθε φορά που τους κοίταζα, ένα χαμόγελο ερχότανε και στα δικά μου χείλη, ξεχείλιζε, δαγκωνόμουν να το συγκρατήσω. Ντρεπόμουν, έλεγα μέσα μου πως θα φαίνομαι αστεία γελώντας τόσο πολύ, μα αυτή τη δικιά μου συγκίνηση, τη δικιά μου ικανοποίηση που τους έδινα τέτοια χαρά, ήτανε αδύνατον να τη συγκρατήσω. Όλα τα μαθήματα, η εξάσκηση, οι πρόβες κι ο κάματος καρποφορούσαν τώρα, γινόντουσαν πραγματική τέχνη, παίρνανε τη μορφή από ρόλους που με τόσο μεράκι είχα χτίσει, κρύβοντας και σφραγίζοντας μέσα τους τη βαθιά μου θλίψη, την ανάγκη μου για ζωή αλλιώτικη, το δικό μου βελουδένιο παραμύθι. Αυτό ήτανε για μένα το θέατρο, η ευτυχία που μου χάριζε, το ταξίδι σε μιαν άλλη εποχή, για έναν κόσμο ξένο.
Ώσπου να φτάσω στο καμαρίνι, ήρθε πάλι πρώτη η θεία Λίλη, με αγκάλιασε και με φίλησε χαρούμενη, λέγοντάς μου πως υπήρχε κόσμος που γύρευε να με δει. Είχανε μείνει θεατές που μαζεύτηκαν στην άκρη στη σκηνή, γυρεύοντας να τους υπογράψω προσκλήσεις και κάρτες διαφημιστικές της παράστασης. Η θεία μπήκε μπροστά από το πορτάκι στο καμαρίνι, βάζοντάς τους σε τάξη για να με βλέπουνε με σειρά. Ούτε που με ρώτησε αν ήμουν έτοιμη για τέτοια μεγαλεία, παρά μου έδωσε μια πένα του Μένιου, λέγοντάς μου μονάχα τούτο: πως έπρεπε να τους περιμένω καθιστή πλάι στον καθρέφτη μου, να μη σηκώνομαι, παρά να φαίνομαι ατάραχη και λιγάκι βιαστική. Έβαλε έπειτα μέσα πρώτο ένα κορίτσι, ίσαμε δεκαπέντε χρονών, με τη μητέρα του μαζί, που μόλις με αντίκρισε φωτίστηκε ολόκληρο.
– Κυρία Μαλτέ! Ήσαστε τόσο καλή! Ορίστε... μουρμούρισε ταραγμένο και μου άπλωσε την κάρτα που βάσταγε.
Την πήρα στα χέρια μουδιασμένη, έβαλα πάνω μια τζίφρα όπως όπως κι από κάτω το μικρό μου όνομα.
– Σας ευχαριστούμε! Συγχαρητήρια! έκανε με χαμόγελο η μητέρα του.
Το κορίτσι, ως την τελευταία στιγμή, δεν έπαιρνε τα μάτια του από πάνω μου. Μέχρι να στραφούν στο πορτάκι, μια κυρία με μια αστραφτερή τουαλέτα ξεπρόβαλε μπρος μου δίνοντας την πρόσκλησή της.
– Βετίδου. Ουρανία Βετίδου! έκανε με σιγουρεμένο τρόπο, που μολοντούτο δεν έκρυβε την απορία και την εξημμένη της περιέργεια.
«Στην Ουρανία Βετίδου. Μαριάννα Μαλτέ», έγραψα πάνω και την έδωσα. Για μια στιγμή κοντοστάθηκε, χαμογέλασε με τρακ.
– Από πού κατάγεστε, κυρία Μαριάννα; είπε συγκρατημένη, με κόμπο στη φωνή.
– Από το Στεφάνι! της είπα.
Κούνησε το κεφάλι με ικανοποίηση που της εμπιστεύτηκα τον τόπο καταγωγής μου
– Συγχαρητήρια, λοιπόν... και πάλι σάς ευχαριστώ!
Από πίσω της περίμενε ένας συμπαθητικός καμπουράκος με μουστάκι και καπέλο ημίψηλο, μαζί με την κυρά του. Εκείνης τα μάτια ήτανε κατακόκκινα, τα σφούγγισε μία ακόμη φορά μ’ ένα νοτισμένο μαντίλι και χωρίς συγκρατημό έπεσε απάνω μου να μ’ αγκαλιάσει.
– Πόσο με συγκίνησες! Πόσο με ταξίδεψες αυτούς τους δύσκολους καιρούς! Ο Θεός να σ’ έχει καλά, κοριτσάκι μου!

 Ο άντρας της την τράβηξε από το μπράτσο, μα εκείνη δεν έπαιρνε τα μάτια της από πάνω μου. Τούτης δεν της υπέγραψα τίποτα, είχε φτάσει ως το καμαρίνι μονάχα να μου δώσει κοπλιμεντόζικες ευχές.
Απρόσμενη έκπληξη ήτανε η Στεφανία με την κόρη της. Μπήκε μέσα πρώτο το κορίτσι. Κάτι μου θύμισαν οι πλεξούδες και τα άσαρκα χεράκια του.
– Γεια σου, κυρία Μαριάννα! έκανε ενθουσιασμένο κι από πίσω ξεπρόβαλε κι η Στεφανία.
– Καλώς τες! έκανα με χαμόγελο.
Χαιρόμουν στ’ αλήθεια. Η Στεφανία πήρε μια έκφραση από κείνες που παίρνει κανείς άμα νιώθει περηφάνια, μαζί και θαυμασμό για ένα πρόσωπο που γνωρίζει. Ήτανε μια όψη μακριά απ’ όλα εκείνα που ξέραμε μυστικά και οι δύο, πέρα από κάθε άλλη κουβέντα μας.
– Ήρθαμε για πρώτη φορά! Το ήθελε η μικρή πριγκίπισσα από δω, μα κι εγώ το ήθελα μια φορά να σε δω στη σκηνή. Με κάνεις περήφανη! Μπράβο σου, φιλενάδα...
Μου έδωσε την κάρτα της να υπογράψω. Κάτι μέσα μου έλεγε πως από στιγμή σε στιγμή θα πέταγε μια κουβέντα, ένα συνθηματικό για κάποια υπόθεση της ομάδας και της αντίστασης. Μπορεί γιατί τη Στεφανία την είχα γνωρίσει μονάχα από κείνη τη ζοφερή μεριά της κατοχής. Όμως δεν είπε τίποτα, παρά προτού φύγει με το κορίτσι με πλησίασε και μ’ αγκάλιασε. Δεν είχα το χρόνο να συλλογιστώ περισσότερα για την ξαφνική της παρουσία. Ακολούθησαν άλλοι, έπειτα άλλοι, ένας κομψός κύριος που με πονηριά και μαλαγανιές με παίνεψε, άνθρωποι λογής λογής, πρόσωπα άγνωστα. Άμα τελειώσανε οι θαυμαστές, ήρθε ο Ζαμπάκης και μου έδωσε «συγχαρητήρια» για τις «εκπληκτικές», έτσι τις είπε, ερμηνείες μας με τον Αλκίνοο κι έπειτα από λίγο παρουσιάστηκε κι εκείνος......
»