'>

Τετάρτη 28 Αυγούστου 2013

Στην ποθούμενη λογοτεχνική αναγέννηση..



Εν μέσω των λιτών διακοπών και των ρεμβασμών του καλοκαιριού, μια πρόσφατη συζήτηση φίλων γύρω από το βιβλίο που κρυβόταν στις αποσκευές, θέριεψε σαν απότομο Αυγουστιάτικο μελτέμι.. Εκείνος, στη θέα και μόνο του πολύχρωμου εξωφύλλου, ανέφερε διάφορα περί «ροζ λαίλαπας» στο χώρο της λογοτεχνίας, ενώ εκείνη, αντέτεινε εξαρχής το βασικό της επιχείρημα: Παραδέχτηκε πως τη πλειοψηφία των τίτλων αποτελούν  ευκολοδιάβαστα, ανάλαφρα δημιουργήματα, (που πράγματι αποτελούν τη μεγάλη μερίδα του σύγχρονου βιβλίου.) ωστόσο, ακόμα και εκείνοι που αρέσκονται στα «άρλεκιν» ή κατά γενική ομολογία εύπεπτα αναγνώσματα, έχουν ένα ισχυρό θετικό στοιχείο: -διαβάζουν-. Άρα, από τη στιγμή που διατηρούν αυτή την επαφή με το χώρο, κανείς δεν αποκλείει μια μελλοντική μετάβαση τους σε πιο σημαντικά έργα, εκείνα που αποτελούν πραγματική τροφή για το μυαλό και το πνεύμα.


Είναι αλήθεια εφικτό κάτι τέτοιο σήμερα;


Αναμφίβολα η λογοτεχνία δε μένει ανέπαφη από τις εκάστοτε εξελίξεις του σύγχρονου κόσμου, καθώς και τα στοιχεία που συνθέτουν εκείνο που ονομάζουμε «κουλτούρα». Στα ευρύτερα, τα εκτός συνόρων μας πλαίσια, αξιόλογοι τίτλοι αυτού που οι λάτρεις της παλιάς σχολής αποκαλούν γνήσια λογοτεχνία, καταφέρνουν κι εξακολουθούν να ανθούν, κατακτώντας τη θέση που τους αξίζει, στις καρδιές σημαντικού μέρους αναγνωστών. Ξένα πεζογραφήματα κι εμπνεύσεις σύγχρονων δημιουργών, που ακόμη κι αν μεταφράστηκαν στη γλώσσα μας, παραμένουν σχεδόν ολότελα άγνωστα στο δικό μας τόπο. Πόσο περισσότερο -για να επιστρέψουμε εντός συνόρων- κοπιαστικές δημιουργίες σύγχρονων Ελλήνων συγγραφέων. Οι στομφώδεις κριτικές που διατείνονται μονίμως για τα ανεπανάληπτα έργα του Ελληνικού παρελθόντος, συχνά παραμελούν ένα απλό μα βασικό στοιχείο: τους μηχανισμούς και τα μύρια κύματα που πρέπει να αντιπαλέψει κάθε νέα, πηγαία ιδέα, μέσα στο τοπίο που εξετάζουμε.


Το αν η «λαίλαπα των ροζ βιβλίων» σαρώνει στο πέρασμα της τον τόπο, είναι οπωσδήποτε άξιο συζήτησης. Αποτελεί μια εγχώρια πραγματικότητα, δίχως αυτή η επισήμανση να υποβιβάζει το δικαίωμα του καθενός να διαβάζει αυτό που του αρέσει. Το ερώτημα που γεννιέται, είναι γιατί η πραγματική λογοτεχνία να παραγκωνίζεται σε τέτοιο βαθμό. Αξιοσημείωτη είναι η ειλικρινής παραδοχή εκδότη, για τη μαζική στροφή προς τους ευπώλητους «εύπεπτους» τίτλους. Υποστήριξε πως από τη δική τους πλευρά, αγνοήθηκε η αναγκαία πρόνοια για τη δημιουργία και διατήρηση ενός πιο εκλεπτυσμένου αναγνωστικού κοινού.


Ίσως ακόμη η αποχή των ανδρών από την ενασχόληση της ανάγνωσης, να αποτέλεσε εφαλτήριο ώστε τα βιβλία σήμερα να αποτελούν κατεξοχήν γυναικεία υπόθεση. Σε παράλληλη τροχιά, το μάρκετινγκ και οι τρόποι διοχέτευσης, προβολής και δημιουργίας «ευπώλητων τίτλων» σήμερα, οπωσδήποτε δε μπορούν να μην αναφερθούν.



Όμως αν τολμήσουμε να κοιτάξουμε ακόμη βαθύτερα, δε θα ήταν υπερβολή να πούμε πως στον τόπο μας, εδώ και πολλά χρόνια, η έννοια του βιβλίου ταυτίστηκε με αυτήν του «παραθαλάσσιου αξεσουάρ» και των διακοπών. Το «ανάλαφρο» επικράτησε, όχι μόνο λόγω των παραπάνω, μα αφού εναρμονίστηκε με το νεοελληνικό τρόπο ζωής, αυτόν της ξενοιασιάς, της απόλυτης γνώσης για το όλο, του δύστυχου μας νεοπλουτισμού, του κατακερματισμού της κοινωνίας.


Με άλλα λόγια, ο βαθύτερος κλονισμός των αξιών, δε θα μπορούσε παρά να αντικατοπτρίζεται και στην απομάκρυνση από το μυθιστόρημα, που οι σελίδες του στοχεύουν στην ψυχή μας.


Διανύοντας τους χρόνους των «οικονομικών πολέμων» οι κλυδωνισμοί και τα νέα δεδομένα στην κοινωνία, μας εξωθούν είτε στην καθήλωση και τη μοιρολατρία, είτε στην αναθεώρηση ή ακόμη και ριζοσπαστικοποίηση των θέσεων, των αντιλήψεων, της κοσμοθεωρίας μας. Η ιστορία το έχει αποδείξει τρανταχτά, πως κάθε βαθιά κρίση, μπορεί να οδηγήσει ένα λαό σε δύο διαφορετικά μονοπάτια. Το ένα είναι η έσχατη παρακμή και το άλλο μια ποθούμενη αναγέννηση. Ο δεύτερος, ο καλός «δρόμος» δεν αποτελεί καθόλου ουτοπική συσχέτιση με το θέμα που εξετάζουμε.


Αρκεί  να σκεφτούμε πως οι δύσκολοι καιροί, έδιναν πάντοτε έναυσμα για ουσιαστική πνευματική δημιουργία. Η πολύπλευρη κρίση της εποχής, προβληματίζει, απασχολεί, δεν αφήνει ανέπαφο κανέναν. Κυοφορεί η ίδια τα ερεθίσματα που μελλοντικά θα διαμορφώσουν τα νέα πρότυπα, ίσως νέα ρεύματα, μα και την αναγκαία στροφή ενός πλέον συνειδητοποιημένου αναγνώστη προς την ουσία του γραπτού λόγου. Τότε πια θα γίνει ορατή μια επάνοδος της γνήσιας λογοτεχνίας σε θέση που θα της αρμόζει.


Με τους –αναπόφευκτους- σύγχρονους τρόπους προβολής και ανάδειξης, ίσως μελλοντικά δούμε ένα νέο λογοτεχνικό άθλο στην κορυφή των καλύτερων, όχι από μια τυχαία ανατροπή, μα γιατί η ίδια η εσωτερική μας αναγέννηση θα το απαιτεί. Εκεί ακριβώς –για να απαντήσουμε και στο πρωταρχικό μας ερώτημα- θα είναι η στιγμή που και οι  αναγνώστες των εύκολων τίτλων, ενδεχομένως αποτολμήσουν μια σπουδαία μετάβαση προς το ουσιώδες της ανάγνωσης.
 Έστω κι αν το κίνητρο τους τότε θα παραμένει το ίδιο με τώρα : να προσθέσουν στη συλλογή τους το νέο best seller..

  
Δε θα είναι σε καμία περίπτωση «χαμένοι».