'>

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2016

«Ένα δράμι στιβαρής λογοτεχνίας»



«Ένα δυνατό βιβλίο. Ένα δράμι στιβαρής λογοτεχνίας». Οι πρώτες εντυπώσεις από το βιβλίο του Γιώργου Τζιτζικάκη δεν έπεσαν έξω. Από την αρχή της ανάγνωσης αντιλαμβάνεσαι πως δεν πρόκειται για κάτι συνηθισμένο, αλλά για μία ιστορία δοσμένη με μεράκι και αφοσίωση. Ο Λάμπρος, ένα παιδί μεγαλωμένο στην Καστοριά, είναι σήμερα ο «Νο» της νύχτας. Ένας εντολοδόχος μπράβος, ένα εκτελεστικό όργανο στη σκακιέρα του υποκόσμου της Αθήνας.

Αν η μαγεία μιας ιστορίας απορρέει από τη δύναμη της να σε απορροφά, τότε εδώ μπορούμε να μιλήσουμε για ατμόσφαιρα που σαγηνεύει, αφού η αφήγηση σε τραβά από το γιακά, από την πρώτη παράγραφο· δε χαρίζεται, ούτε επιτρέπει πλήξη και αυτή είναι η πρώτη απόδειξη της δεξιοτεχνίας του δημιουργού. Η αργκό του υποκόσμου είναι πανταχού παρούσα: «το μπιφ», «το κοκό», «τα κοκοράκια», «οι ξυλοκόποι», «οι νταβάδες». Πολύ σύντομα ξεχνάς πως πρόκειται για λογοτεχνικό έργο, πιστεύοντας πως διαβάζεις την απολογία ενός προσώπου της νύχτας. 

Πίσω όμως από την απολογία του «Νο» υπάρχει μια προσεγμένη και λεπτή δουλειά, στο ύφος, στο λόγο που κυλάει ή καλύτερα ρέει χειμαρρώδης, στη φυσικότητα της αφήγησης, ακόμη και στις απολαυστικές παρομοιώσεις: «το γέλιο του απλώθηκε στον κήπο, σαν αγουροξυπνημένη νυχτερίδα που πετάχτηκε από κρυφή σπηλιά». Τα κεφάλαια πλαισιώνονται από περιγραφές που δημιουργούν και διατηρούν το περιβάλλον ολοζώντανο, με αμεσότητα, χωρίς φιοριτούρες, δίχως κουραστικές λεπτομέρειες. 

«Όταν κατεβαίνουν τα ρολά στην Ομόνοια και τα πέριξ, όταν στη ψαραγορά της Αθήνας λιώνουν οι πάγοι και τα τρένα σταματούν να γλιστράνε πάνω στις ράγες τους, τότε οι λάμπες πυρακτώνουν, τα βλέμματα χαμηλώνουν και τα πλάσματα της νύχτας πιάνουν δουλειά».

Η σκληρότητα του πρωταγωνιστή συναντά διαρκώς την ξεχασμένη του ανθρωπιά, με απόλυτο ρεαλισμό, ενώ οι αναμνήσεις μιας άλλης ζωής ξεπροβάλλουν συχνά ως μία πρόσκαιρη λύτρωση από τον αμείλικτο κόσμο της μαφίας. Τότε η αφήγηση σμιλεύεται εκ νέου, παίρνει μια άλλη μορφή, πιο ήπια, πιο ανθρώπινη, με εξαίρετες εναλλαγές από πρώτο σε δεύτερο πρόσωπο, με άριστα τοποθετημένες αναπολήσεις των παιδικών χρόνων. Το τέλος κορυφώνεται με έναν αριστοτεχνικό μονόλογο, μια συγκινητική τοποθέτηση γύρω από τη σημασία της ύπαρξης.

Τον Λάμπρο, μπορείς να το συγχωρέσεις ή και όχι, να το δικαιολογήσεις ή και να του το αρνηθείς. Ωστόσο δε μπορείς σε καμία περίπτωση να αμφισβητήσεις τη σκληρότητα της μοίρας απέναντι σε πολλούς τέτοιους ανθρώπους, όλους όσους αναζητούν μια σταλιά ελπίδας και δύναμης για την υπέρβαση προς μια καλύτερη ζωή.

Το «Ένα δράμι δύναμης» κατατάσσεται στα βιβλία «που έχουν κάτι να πουν», ένα κείμενο καλοδουλεμένο, άμεσο, χωρίς «κοιλιές» ή επαναλήψεις, ένα συμπαγές σύνολο αναγνωστικής απόλαυσης. Πρόκειται για ένα από τα δυνατότερα ελληνικά μυθιστορήματα που έπεσαν στα χέρια μου φέτος.

«Δεν το παίζω τιμωρός, δε γυρεύω να με συμπαθήσει κάποιος
και γνωρίζω καλά πως δεν αξίζει σε κάποιον από εμάς να έχει αίσιο τέλος ή να εισπράξει μια συγχώρεση.
Κάψαμε πολλές ζωές για να ζεσταθούν οι δικές μας και αυτό μετράει βαριά στα τεφτέρια του Θεού».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Facebook Blogger Plugin: Bloggerized by AllBlogTools.com Enhanced by MyBloggerTricks.com

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.