'>

Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2012

Νατάσα Γκουτζικίδου ''ΘΥΜΗΣΟΥ ΠΟΣΑ ΜΟΥ ΧΑΡΙΣΕΣ''


Η χειρότερη φυλακή, είναι αυτή που εμείς φτιάχνουμε για τον κόσμο μας. Είναι τα τείχη που εμείς υψώνουμε γύρω μας για να προστατευθούμε από τους ανθρώπους, αφήνοντας τους απέξω να μας πολιορκούν ανελέητα. Είναι οι στιγμές που βιώνουμε με θλίψη, ξεχνώντας πως είναι να χαμογελάμε. Είναι οι στιγμές που θεωρούμε δεδομένες, που πιστεύουμε πως θα ξανάρθουν. Δεν μας νοιάζει αν η φυλακή μας κοντεύει να γίνει απροσπέλαστη..

Η Μελίνα, αποφασίζει να εγκαταλείψει τους τέσσερις τοίχους της νοσηρής αυτής ασφάλειας. Με ένα δρασκέλισμα προς τη ζωή , πρώτα μετέωρο μα κατόπιν αποφασισμένο. Ένα δρασκέλισμα, όσο χρειάζεται για να επιστρέψει στον έξω κόσμο. Δεν είναι απλό να ξεπεράσεις την αυτοκτονία της αδερφής σου, όταν μάλιστα αυτή έχει συμβεί μπροστά στα μάτια σου. Ούτε είναι εύκολο για δύο ανθρώπους να ζουν σα ξένοι, κάτω από την ίδια στέγη. Τι έφταιξε κι έγινε έτσι η ζωή με τον Αλέξανδρο; Πόσα χρειάζεται ένας άνθρωπος για να ταμπουρωθεί στο οχυρό της μοναξιάς του;
Είναι στιγμές που αναζητούμε τη λύτρωση στα πιο απλά πράγματα. Έφτασε η στιγμή για τη Μελίνα να αποτολμήσει τη δική της. Της είναι αρκετό ένα ψαροχώρι στολισμένο με το ολόγιομο φεγγάρι, και τους παφλασμούς των κυμάτων. Της αρκεί ένας τόπος με ψίθυρους από μυστικά της θάλασσας, για έρωτες που έσβησαν, για ταξίδια που δεν έγιναν και κόσμους που χάθηκαν. Τη ξανανιώνει ένα τοπίο ζωγραφισμένο με τις αναμνήσεις των οικογενειακών διακοπών. Είναι όλα αυτά τα μικρά μα σπουδαία που φτάνουν να τη ζωντανέψουν ξανά.
Μα κι η γαλήνη που’ χει τούτος ο τόπος, διασαλεύεται από ένα τόσο δα φύσημα της μοίρας, αρκετό να ποτίσει ξανά με γκρίζο το τοπίο της Μελίνας. Ένας φάκελος στα χέρια της που αργεί να ανοιχτεί, και τελικώς εξαφανίζεται. Ο Στέλιος, ο Άγγελος, ο κυρ Ανδρέας, ένα ορφανοτροφείο που κρατά κρυμμένα μυστικά, το φυλαχτό, ένα πιάνο, και απέναντι ακριβώς από όλα τούτα, ένας φάρος.
Κάθε που φέγγει, η σκιά μιας γυναίκας στη κουπαστή που πέφτει στο κενό και κάθε που σβήνει, η κουπαστή νεκρώνει κι όλα γίνονται παραμύθι. Μόνο που σύντομα η πραγματικότητα με το μύθο στο ψαροχώρι, φορούν το ίδιο πέπλο. Ακολουθούν τα βήματα της κλέβοντας ολοένα περισσότερη από την ηρεμία της, τόσο όσο αρκεί να  να μένει κρυφή η αλήθεια από τα μάτια εκείνης αλλά κι από τα μάτια του αναγνώστη. Μια σειρά από στοιχεία, ντοκουμέντα, ασύλληπτες συμπτώσεις   που διαγράφουν για τη Μελίνα, ένα ζοφερά νηφάλιο περιβάλλον, σ’ ένα χωριουδάκι που αναζήτησε τη γαλήνη. Όσο οι σελίδες κυλούν, οι αποκαλύψεις φανερώνονται, έτσι που την απογυμνώνουν από τους μανδύες της ηρεμίας που αναζήτησε. Οι σιωπηροί παφλασμοί του νερού κάτω από εκείνον το φάρο, μοιάζουν  να ψιθυρίζουν κάτι τραγικό σε εκείνη. Μια απώλεια, ο θάνατος μιας γοητευτικής γυναίκας του παρελθόντος, ένας φόνος.. μα ένας φόνος που συνέβη στο παρελθόν ή μήπως που πρόκειται να συμβεί; Η αναζήτηση της αλήθειας από την πρωταγωνίστρια, κορυφώνεται δημιουργώντας ένα παραπέτασμα μυστηρίου, στα όρια δύο κυρίαρχων στοιχείων: παρελθόν ή μέλλον; Αλήθεια ή ψέμα; 

Τούτη η ταλάντευση αναδεικνύει έντεχνα το ιδιαίτερο χάρισμα της γραφής της Νατάσας:
Την έντονη χροιά του μεταφυσικού στοιχείου, που μεταδίδεται με τρόπο αριστοτεχνικό. Κάθε σελίδα κυλά προκαλώντας διαφορετικά συναισθήματα γύρω από την πρωταγωνίστρια. Αρχικά συμπάσχουμε μαζί της, ζούμε με τις αναμνήσεις της, γαληνεύουμε με το χωριουδάκι της, χαιρόμαστε με τα απλά που κι εκείνη χαίρεται, κι όμως, καθώς ακολουθούμε τα ίχνη της, αρχίζουμε να ανησυχούμε γι’ αυτήν. Σα να διαβλέπουμε πως.. ή μήπως όχι.. σα να νιώσαμε πως ξέρουμε τη συνέχεια και θέλουμε να την προστατεύσουμε, να αλλάξουμε τη ρότα της. Η δημιουργός του μυθιστορήματος, πλέον μας έχει τυλίξει με το ίδιο πέπλο που τύλιξε τη Μελίνα, προκαλώντας μια διαρκή επαγρύπνηση. Είμαστε βέβαιοι πως ξέρουμε τι πρόκειται να συμβεί ή μήπως η αλήθεια είναι εντελώς διαφορετική; Το κείμενο αποκαλύπτει τη διάθεση της συγγραφέως για ένα ατμοσφαιρικό όσο και αγωνιώδες φιλμ, που προβάλλει εξαίρετα κι αρμονικά τις αρετές του.:
Ρομαντισμός, μυστήριο, διαρκής πλοκή και δημιουργική φαντασία που μέχρι τις τελευταίες σελίδες, οι σκιές τους μας ακολουθούν με πάθος, με τη σιγουριά πως ότι κι αν συμβεί στη Μελίνα, κλείνοντας αυτό το βιβλίο, θα της σιγοψιθυρίσουμε: 

θυμήσου πόσα μας χάρισες..

1 σχόλιο:

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.