'>

Τρίτη 17 Απριλίου 2012

Απόσπασμα από το '' Ως Την Τελευταία Πνοή ''


..σκέφτηκα ως μόνη διαφυγή το δρόμο για το νεκροταφείο, τουλά-
χιστον μέχρι να νυχτώσει, αφού ήταν αδύνατον σχεδόν να βρεις κά-
ποια διέξοδο προς τη θάλασσα. Ξεκινώντας για τη νότια πλευρά της
πόλης άκουσα το όνομά μου. Γύρισα και είδα τον καθηγητή τον Βε-
νετόπουλο καθισμένο στην εξώπορτα ενός σπιτιού της προκυμαίας
σαν κάτι να περίμενε. Τον πλησίασα με έκπληξη και αγωνία.
– Αλέξανδρε... παιδί μου, ο Μιχάλης; μου είπε αμέσως χωρίς κα-
μία ταραχή, κάτι που έκανε τα γόνατα και τη φωνή μου να τρεμου-
λιάσουν.
– Θα γυρίσει... Επιστρέφει με το λόχο του!
Κοίταξε εκείνος τις ματωμένες πατούσες μου, που μόλις που κα-
λύπτονταν απ’ τα κουρέλια, τη σκισμένη στολή, τις πληγές στο πρό-
σωπο, τα χέρια και τα πόδια και ατάραχα απάντησε:
– Θα τον περιμένω λοιπόν...
Τα μάτια του θάμπωσαν, μα εξακολούθησε να χαμογελά, ώσπου
ένα δάκρυ ξέφυγε στο πρόσωπό του.
– Όχι, κύριε καθηγητά! Εδώ κινδυνεύεις! είπα προσπαθώντας να
τον ανασηκώσω από το μπράτσο.
Τραβήχτηκε.
– Δε φοβάμαι να πεθάνω, Αλέξη μου! Τη γυναίκα μου την έκα-
ψαν... υπάρχουν πιο νέοι από μένα, που αξίζει να σωθούν... κι αφού
ο γιος μου είναι καλά, όπως λες πως είναι... δεν είναι; Η φωνή του
άρχισε να τρέμει.
– Είναι καλά... αλήθεια!
– Τότε θα με προλάβει εδώ!
Καθώς οι τσέτες πλησίαζαν, απομακρύνθηκα προς το νεκροτα-
φείο αφήνοντας τον καθηγητή καθισμένο σ’ εκείνο το κατώφλι. Μό-
νο τότε που πλησίαζα κατά κει κατάλαβα πως είχε νυχτώσει. Ο κα-
πνός απ’ τη φωτιά που έκαιγε την πόλη εκεί ήταν λιγότερος κι ο
λαιμός μου κάπως καθάρισε. Πέρασα την είσοδο του νεκροταφείου
και δίχως να πιστεύω είδα κόσμο ανάμεσα στους τάφους, γυναίκες
με τα παιδιά τους αγκαλιά και πολλά μικρά κορίτσια. Μια μάνα με
δυο αγόρια παρατήρησε πως αυτό που φόραγα ήταν το απομεινάρι
μιας στρατιωτικής στολής. Σηκώθηκε, έτρεξε καταπάνω μου και άρ-
χισε κλαίγοντας να με χτυπά στο στήθος μανιασμένα.
– Γιατί μας το κάνατε αυτό; Γιατί; Γιατί μας φέρατε τέτοιο κα-
κό;
Μα πόσα μπορούσα να της εξηγήσω; Κάποιες άλλες γυναίκες άρ-
χισαν να με κατηγορούν φωνάζοντας κι η μόνη μου λύση ήταν να
κρυφτώ προς το τέλος του νεκροταφείου, όπου και προσπάθησα να
πάρω μια ανάσα πλάι σ’ ένα σκαλιστό μαρμάρινο μνήμα.
Εκεί δίπλα όμως ήταν καθισμένο ένα κορίτσι το πολύ είκοσι δύο
χρονών.
– Κύριε, εδώ κρύβομαι εγώ με την αδερφή μου! Να πάτε κάπου
αλλού να κρυφτείτε! έκανε κρατώντας σφιχτά τα γόνατά της.
– Πού είναι η αδερφή σου; ρώτησα.
Αντί να απαντήσει, μου έδειξε το μνήμα! Έσυρα το πάνω μέρος
του κι αντίκρισα ανάσκελα μέσα κρυμμένο ένα κορίτσι κάπου δέκα
χρονών. Κρατούσε σφιχτά σφιχτά μια ξυλένια κούκλα τρέμοντας ολό-
κληρο.
– Κι εσύ; Θα μείνεις εδώ; έκανα στη μεγάλη ξανακλείνοντας το
καπάκι του τάφου.
– Δεν έχει άλλους τάφους ελεύθερους! Είναι όλοι πιασμένοι! Εγώ
θα κάτσω εδώ! Δεν τους φοβάμαι!
Η φωνή της ίσα που έβγαινε. Ύστερα κι απ’ αυτό ήμουν σίγου-
ρος πως ούτε στο νεκροταφείο υπήρχε ελπίδα για τους ζωντανούς.
Τα πόδια μου λύγισαν κοιτώντας εκείνο το κορίτσι. Λύγισαν στ’ αλή-
θεια. Σωριάστηκα αδύναμα κι αργά σύρθηκα για αρκετή ώρα ανά-
μεσα στα μνήματα κοιτώντας τα φοβισμένα πρόσωπα, ώσπου κατά-
φερα ξανά να βγω έξω. Πιο νότια ακόμη, προς την Καραντίνα,
κατάφερα αρκετή ώρα μετά να φτάσω σε μια ερημωμένη ακροθα-
λασσιά, όπου και σωριάστηκα πλάι στο νερό. Είδα τη Χρυσάνθη να
τσαλαβουτάει τα πόδια της σ’ αυτό φορώντας ένα θαλασσί φόρεμα,
που το ανασήκωνε μην το βρέξει, χαμογελώντας μου με νάζι, και θυ-
μήθηκα πως κάποτε κολυμπήσαμε σ’ εκείνη τη θάλασσα. Η τελευ-
ταία εικόνα των θείων μου μ’ έκανε να πιστεύω πως όλα ήταν ένα ψέ-
μα, ώσπου αδύναμα, λυτρωτικά, τα βλέφαρά μου βάρυναν.
– Ξύπνα, στρατιώτη! Σήκω!
Μ’ έσπρωξε βίαια το χέρι ενός ηλικιωμένου ψαρά.
Υποβασταζόμενος από κείνον σύρθηκα μέχρι την άκρη του νε-
ρού. Τα κουρέλια στις πατούσες μου ξετυλίχτηκαν μόλις βράχηκαν
κι η αλμύρα κατέκαψε τις πληγές μου κάνοντάς με να βγάλω μια
κραυγή πόνου.
– Κάνε κουράγιο να σ’ ανεβάσω επάνω! ψιθύρισε δείχνοντάς μου
το καΐκι του, που φωτιζόταν αμυδρά απ’ το λιγοστό φως του θαμπού
φεγγαριού.
Μ’ ανέβασε επάνω, μ’ ακούμπησε στην πρύμνη μπροστά απ’ το
μισοσκισμένο γαλανόλευκο σημαιάκι κι έβαλε μπρος τη μηχανή. Δί-
πλα μου, η γυναίκα κι η μικρή κόρη τους στην αγκαλιά της με κοί-
ταζαν σαν να ήμουν πλάσμα από έναν άλλο κόσμο.
– Τι έπαθε, μαμά, ο κύριος; μουρμούρισε με απορία το κοριτσά-
κι κρατώντας την σφιχτά απ’ την μπλούζα.
Εκείνη δεν απάντησε. Ταλαίπωρα, φοβισμένα γύρισε τα μάτια
της στα βόρεια του κόλπου. Οι κόρες τους φωτίστηκαν καθρεφτίζο-
ντας τη φωτιά που έκαιγε την πόλη. Οι φωνές του κόσμου ολοένα λι-
γόστευαν στ’ αφτιά μας, καθώς η πλώρη διέσχιζε το ανάλαφρο κύμα
του κόλπου, μέχρι που χάθηκε ολάκερη η Σμύρνη από τα μάτια μας,
πίσω από ένα μεγάλο συμμαχικό πλοίο. Ο δρόμος για τη Μυτιλήνη
ήταν ανοιχτός...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Facebook Blogger Plugin: Bloggerized by AllBlogTools.com Enhanced by MyBloggerTricks.com

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.